Η πιο όμορφη θάλασσα είναι αυτή που δεν την αρμενίσαμε ακόμα.

Το πιο όμορφο παιδί δε μεγάλωσε ακόμα.

Τις πιο όμορφες μέρες, τις πιο όμορφες μέρες μας, δεν τις ζήσαμε ακόμα.
Δεν τις ζήσαμε ακόμα.

Παρασκευή 12 Σεπτεμβρίου 2014

Σ’ ακούω



Σ’ ακούω ( Θάνατε ) που έρχεσαι……πέντε φορές σε ξεγέλασα….

                                Ο ΜΑΝΟΣ ΚΑΤΡΑΚΗΣ με τα μάτια του Ρωμύλου..

Ο Κομμουνιστής δημοσιογράφος και σπουδαίος πνευματικός άνθρωπος Νίκος Καραντηνός γράφει στο Ριζοσπάστη για το Μάνο Κατράκη τα εξής-ένας Καραντηνός, ποτέ δεν ‘περικόπτεται’, αλλά παρατίθεται αυτούσιος:

Παλικάρι στη Μακρόνησο

ΔΕΝ υπάρχει μέρα πιο ταιριαστή σαν αυτή τη φθινοπωρινή για να θυμηθούμε μετά την εκλογική μάχη τον μεγάλο λαϊκό καλλιτέχνη, τον Μάνο Κατράκη, που «έφευγε» τέτοιο καιρό εδώ και 17 χρόνια.

ΣΤΟΝ Μάνο τα λουλούδια μας. Ενα «γεια χαρά», όπως αυτό που λέγαμε μεταξύ μας, ανοιχτόκαρδα, καθώς το πρωί βγαίναμε από το μεγάλο αντίσκηνο στο Μακρονήσι. Το διαβόητο εκείνο αναρρωτήριο που ήταν εκείνη η μεγάλη σκηνή, όπου καταλήξαμε με τον Μάνο κι άλλους συναγωνιστές, που τους είχαν άγρια κακοποιήσει οι «επίλεκτοι» του Γ. Τζανετάτου.

ΗΤΑΝ αυτή η χιλιοτρυπημένη σκηνή, που μόλις βράδιαζε γλιστρούσαν οι φαντάροι για να φέρουν μηνύματα και, περισσότερο απ' όλα, καμιά εφημερίδα για να μη νιώθουμε ξεκομμένοι από τον κόσμο.

ΗΣΟΥΝ εσύ Μάνο, που εκείνη την ανατριχιαστική νύχτα, που οι βασανιστές γύρεψαν να τσακίσουν την αντίσταση των πολιτικών κρατουμένων, τους αντιμετώπισες. Εσύ στάθηκες όρθιος, χαμογελαστός μπροστά στη θύελλα, που γύρω σου είχε ξεσπάσει.

ΦΡΥΑΞΑΝ οι αλφαμίτες να κάμψουν την ψυχή σου, το φρόνημά σου. Τι μας παριστάνεις, Κατράκη, τον Μαρίνο Κοντάρα; Ηταν ο ήρωας ομώνυμης ταινίας, που είχε εντυπωσιάσει. Οχι, απαντούσε στους βασανιστές ο Κατράκης. Δεν παριστάνω τον Μαρίνο Κοντάρα. Απλώς, παριστάνω τον άνθρωπο.

ΤΑ περήφανα αυτά λόγια του Μάνου Κατράκη μαθεύτηκαν από σκηνή σε σκηνή σ' όλο το στρατόπεδο, αλλά βγήκαν κι έξω από το κάτεργο, για να μαθευτούν τα αφάνταστα όργια σε βάρος των κρατουμένων.

Λέει ο Μάνος Κατράκης, αλλά κι άλλοι αρμοδιότεροι εμού, ότι γεννήθηκε στη Κίσσαμο Χανίων. Όμως εγώ, ούτε το σεμνότατο Μάνο πιστεύω, αλλά ούτε και τους άλλους. Γιατί μόνο όποιος έζησε στον Όλυμπο, Θεός αυτός ανεπίσημος, αλλά ισότιμος- αν όχι υπέρτερος σε αξία- μπορεί να μεταμορφωθεί σε Κρέοντα, σε Προμηθέα, σε Δον Κιχώτη, σε Πατούχα ή σε Μαρίνο Κονταράκη με τόση ακρίβεια, πειστικότητα, λιτότητα. Κάποτε με το σχολείο είχαμε επισκεφτεί μια έκθεση έργων του Ελ Γκρέκο, στη Ροτόντα στην πλατεία των λιονταριών στο Ηράκλειο. Τότε αναρωτήθηκα για το μήπως είχε ζήσει κι άλλες ζωές ο Μάνος… μου έδωσε την εντύπωση, ότι μόλις είχα ποζάρει σ’ αρκετούς πίνακές του.

Ο ΑΜΕΤΑΤΟΠΙΣΤΟΣ-όπως ο ίδιος είχε αυτοπροσδιοριστεί σε μια συνέντευξή του στο ΜΟΝΟΓΡΑΜΜΑ-ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΗΣ Μάνος Κατράκης είναι μέρος των γεγονότων της εποχής του. Δεν είναι ούτε αυτόπτης ούτε αυτήκοος μάρτυρας, αλλά ούτε και ‘ουδέτερος’ παρατηρητής αυτών μεγάλων γεγονότων με τις τραγικές διχαστικές συνέπειες και των δεινών και κυνηγητών που ακολούθησαν. Συνειδητά διαλέγει το δύσκολο δρόμο της ανθρωπιάς και της εντιμότητας. Δυο δρόμοι υπήρχαν και στην Ελλάδα: αυτός του αστικού κόσμου, ενός κόσμου που στηρίζεται στην εκμετάλλευση, τις διώξεις των αντιπάλων του, της εκδίκησης, των φυλακών και των εκτοπίσεων. Αυτός ο γερασμένος κόσμος ‘φιλοξενεί’ στις τάξεις του ότι κατώτερης ποιότητας άτομα ‘σπάσουν’ κι υποταχτούν στη βία του. Ο άλλος δρόμος είναι αυτός της εντιμότητας, της συλλογικότητας σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής, της ευγένειας , της υπεροχής των κοινωνικών και προσωπικών αξιών, του πολιτισμού.  Έτσι απλά η ζωή κι οι ανάγκες να ‘ζήσεις’ κι όχι να ‘επιβιώσεις’ του έκλεισαν μια  ισόβιας διάρκειας συνάντηση με τις ιδέες του Μαρξισμού- Λενινισμού. Με το ΕΑΜ, με το ΚΚΕ κι από το 1947 ίσαμε το 1952, όσο διάστημα διάρκεσαν οι βασανισμοί, οι φυλακίσεις κι εξορίες στην Ικαρία, τον Άη-Στράτη και στο τέλος με τα ΚΡΥΦΑ ΣΧΟΛΕΙΑ του ΚΚΕ, στη Μακρόνησο. Εκεί όπου συναναστράφηκε με τον Ιμβριώτη, το Ρίτσο, το Σαράφη, το Φωτιάδη, το Λουντέμη, τον Τάσο Κουλαμπά, τον Γαβριηλίδη και τον Κ. Δεσποτόπουλο. Στα κρυφά αυτά σχολεία διάβασε, συζήτησε αυτά που παρουσίασε αργότερα-στο Θέατρο Κώστα Μουσούρη-τα ποιητικά απογευματινά. Δημοτικό τραγούδι και δημοτική ποίηση-ακριτικά και παραλογές, δημοτικό και κλέφτικο τραγούδι και κρητική λογοτεχνία. Γιατί ένας από τους στόχους των ‘Κρυφών Σχολειών’ του ΚΚΕ ήταν κι η αξιοποίηση των γνώσεων που παρέχονταν στη μετά τη λήξη της εμφυλιοπολεμικής  κατάστασης από τους κρατούμενους στην καθημερινή τους ζωή. 

Ο μεγάλος μας ηθοποιός γεννήθηκε στην Κίσσαμο των Χανίων στις 14 Αυγούστου 1908. Ο πατέρας του ήταν έμπορος και τον έστειλε στην Αθήνα με τη μάνα του και τις δυο αδελφές του για να ‘σπουδάσουν’, όπως κι έγινε. Όμως στην Αθήνα ήρθε πρόσωπο με πρόσωπο με το κλίμα της διχόνοιας που επικρατούσε ανάμεσα στους βασιλικούς και τους βενιζελικούς. Ήταν η πρώτη φορά που ένοιωσαν απροστάτευτοι κι αποκλεισμένοι και χωρίς να μπορεί να φτάνει η οικονομική  υποστήριξη από τον πατέρα του, εξ αιτίας του μίσους που ένοιωθαν οι βασιλικοί για τους Κρητικούς. ‘Άρχισα, λέει σε μια συνέντευξή του, να αναζητώ τη ‘λύση’ μου’. Αρχικά ήθελε να γίνει ναυτικός, μετά να κάνει σπουδές στο Πολυτεχνείο και τελικά νικητής αναδείχτηκε το Θέατρο. Πριν τον πόλεμο έκανε ντεμπούτο με τη μεγάλη Μαρίκα Κοτοπούλη. Μετά ήρθε ο πόλεμος κι η Κατοχή. Μπόρεσε όμως να συναντηθεί με ηθικές και πνευματικές εστίες αντίστασης, με συλλογή τροφίμων, εράνους κ.α. Ένας τέτοιος έρανος συγκέντρωσε τα απαραίτητα χρήματα για να κηδευτεί ο σπουδαίος ηθοποιός της εποχής εκείνης Ευάγγελος Μαμίας. Πρωτοστάτησε μαζί με την Ελένη Χατζηαργύρη, τον Γιάννη Αυλωνίτη, το Νίκο Χατζίσκο, τον Κώστα Παπά, τον Παντελή Ζερβό-σπουδαίο ηθοποιό και στενό του συνεργάτη-στη δημιουργία του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος. Από μια διάθεση αντίστασης ενάντια στην κυοφορούμενη έλευση  στη Θεσσαλονίκη ενός φασιστικού θεάτρου από τη Βουλγαρία το δημιουργηθέν θεατρικό σχήμα, το οποίο μετά την Απελευθέρωση ονομάστηκε Λαϊκό Θέατρο Βόρειας Ελλάδας-όπου και παρουσιάστηκε ο Ρήγας Βελεστινλής του Βασίλη Ρώτα- έπαιξε το δικό του ρόλο στην πολιτιστική ιστορία της συμπρωτεύουσας. Ο ίδιος βέβαια εκφράζει-με την ευγένεια και την πραότητα που τον διακρίνει-ένα παράπονο γιατί δεν προβλήθηκε, ούτε καν έχει αναφερθεί στο ευρύ κοινό, οι συνθήκες και οι πρώτοι συντελεστές αυτής της Θεατρικής Σκηνής. Πρόκειται πάντως για τη συνήθη ‘αμοιβή’ της αστικής τάξης που ‘αποσιωπά’ και ‘παραγράφει’ την προσφορά των αντιπάλων της.

Μια μέρα τον κατέβασαν από την σκηνή και μαζί με το Γιάννη Βεάκη, γιο του Αιμίλιου Βεάκη, τους συνέλαβαν με τα ρούχα της παράστασης, τους φόρτωσαν σ’ ένα καράβι και φθάνοντας στο λιμάνι του Πειραιά τους οδήγησαν πρώτα στην Ασφάλεια Πειραιά κι έπειτα της Αθήνας. Τους  ζήτησαν το γνωστό αντίτιμο της προδοσίας: δήλωση κι αποκήρυξη του κομμουνισμού. Αργά μεν γι αυτό, αλλά νωρίς  για τον δρόμο της εξορίας, της εκδίκησης, της μισαλλοδοξίας.

Όταν το 1952 επέστρεψε από την εξορία ξαναγνώρισε την άρνηση να του δώσουν δουλειά. Στις ποιητικές απογευματινές στο θέατρο Μουσούρη, εκτός από τον ίδιο το Μουσούρη  συμμετείχαν κι Ι.Μ. Παναγιωτόπυλος, ο Κριαράς, ο Τσαρούχης, ο Θεοδωράκης, ο Χατζηδάκις κ.α.

Ως από μηχανής Θεός βρέθηκε μπροστά του ο μεγάλος θεατράνθρωπος Λίνος Καρζής, όστις ήθελε να αναβιώσει τις Δελφικές γιορτές του Σικελιανού, στους Δελφούς με αρχαίο δράμα, ανεβάζοντας τον Προμηθέα Δεσμώτη. Και μάλιστα με μια πρωτοποριακή ιδέα. Μετακάλεσε τον αμερικάνο Γιάκομπ Νίλσεν, το νορβηγό Χαν Λόνερ και το γερμανό Νόρμαν Ρόλεν, οι οποίοι μαζί με τον Κατράκη θα παρουσίαζαν στις γλώσσες τους το έργο. Το έργο είχε μεγάλη επιτυχία κι επαναλήφθηκε στο Ηρώδειο.

Έχοντας μια σπουδαία επιτυχία στο ενεργητικό του, ιδρύει το Θέατρο ‘Μάνος Κατράκης’ και συνεργάζεται με τον Τίτο Βανδή, την Αλίκη Γεωργούλη, την Ασπασία Παπαθανασίου, τον Κώστα Παπά, την Αγνή Βλάχου κ.α. το 1955 ιδρύει το ‘Λαϊκό Θέατρο’ στο Πεδίο του Άρεως, το οποίο του άρπαξε η Χούντα. Στο θέατρο αυτό ανεβάζει ελληνικό ρεπερτόριο: τον Καραϊσκάκη, την Αμαλία, το κορίτσι με τα κορδελάκια, τον Πατούχα, τον καπετάν Μιχάλη, το Χριστός ξανασταυρώνεται, τον πραγματευτή κ.α

Λιτός, με έμφυτη κρητική λεβεντιά, με κοινωνικές ευαισθησίες και καλλιτεχνικές πρωτοποριακές ιδέες υπηρέτησε πιστά το Θέατρο, το οποίο είχε επιλέξει ως ‘λύση’ στη ζωή του. Ένας αξεπέραστος Δον Κιχώτης, ένας διαχρονικός ρόλος σε σκηνοθεσία Τάκη Μουζενίδη, όπου τα όνειρα και η φαντασία του, συνθλίβονται από την σκληρή καθημερινή πραγματικότητα, είναι μια από τις μεγάλες του επιτυχίες με το Εθνικό Θέατρο την περίοδο 1972-73.

Ένας πανύψηλος Δον Κιχώτης, έργο του Μέμου Μακρή κοσμεί την είσοδο του φέροντος το όνομά του Δημοτικό Θέατρο Νίκαιας.  

Στα 50χρονα της θεατρικής του παρουσίας βραβεύτηκε στο Παρίσι το 1981. Μια πόλη που μερικές δεκαετίες νωρίτερα τον είχε απελάσει για τις ιδέες του. Τιμήθηκε ακόμα κι από την Ακαδημία Αθηνών. Έτυχε και διεθνών διακρίσεων, μια εκ των οποίων ως Κρέων στην Αντιγόνη στο Σαν Φραντσίσκο.

Ο Μάνος Κατράκης ΑΜΕΤΑΚΙΝΗΤΟΣ, ΑΜΕΤΑΝΟΗΤΟΣ, ΑΠΡΟΣΚΥΝΗΤΟΣ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΗΣ, γνωρίστηκε με πολλούς και σπουδαίους ανθρώπους του κομμουνιστικού κινήματος. Τίποτε δεν άφησε στην τύχη, όλη του η ζωή είναι άθροισμα συνειδητών επιλογών. Προσωπικά, θεωρώ τη μαθητεία του στα ΚΡΥΦΑ ΣΧΟΛΕΙΑ του ΚΚΕ, την πολυτιμότερη εμπειρία της ζωής του. Τίποτα δεν άφησε ανεκμετάλλευτο. Καλλιέργησε, έσπειρε και δίδαξε με το πέρασμά του σ’ αυτή τη ζωή. Και μας άφησε ανεκτίμητης αξίας παρακαταθήκες. Και σαν ηθοποιός και σαν σύντροφος της Λίντα Άλμα, η οποία τραβήχτηκε στο παρασκήνιο-αν και ήταν, ίσως, η σημαντικότερη χορεύτρια  της χώρας μας, ακριβώς για να φωτίσει ο Μάνος της-και σαν ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΗΣ.

Αξίζουν συγχαρητήρια στην Κομμουνιστική Νεολαία Ελλάδας για την πρωτοβουλία της να τιμήσει το Μάνο Κατράκη, με ειδικό τριήμερο αφιέρωμα.