Η πιο όμορφη θάλασσα είναι αυτή που δεν την αρμενίσαμε ακόμα.

Το πιο όμορφο παιδί δε μεγάλωσε ακόμα.

Τις πιο όμορφες μέρες, τις πιο όμορφες μέρες μας, δεν τις ζήσαμε ακόμα.
Δεν τις ζήσαμε ακόμα.

Τετάρτη 28 Ιουλίου 2010

Ένα κείμενο που βάζει κάποια πράγματα σε σωστή (ταξική) βάση



Αργεντινή, «δόλιος φάρος» για το λαϊκό κίνημα
Στο παρελθόν, πειρατές της στεριάς, με πρώτο τον μυθικό ήρωα Ναύπλιο, χρησιμοποιούσαν ψεύτικους, δόλιους φάρους για να αποπροσανατολίσουν τα πλοία και να τα κατευθύνουν πάνω σε ξέρες, με σκοπό να τα βυθίσουν. Η στάση και ο προσανατολισμός του λαϊκού κινήματος στην Αργεντινή, κατά τη διάρκεια της συγχρονισμένης οικονομικής και πολιτικής κρίσης του 2001, ήταν, με απόλυτη βεβαιότητα, ξέρα προς αποφυγήν για το λαϊκό κίνημα. Οσοι την επικαλούνται, παριστάνοντας τους επικριτές του καπιταλισμού, θυμίζουν τους πειρατές με τους «δόλιους φάρους», που στόχο έχουν να παρασύρουν το λαϊκό κίνημα προς την «ξέρα» της συναίνεσης και της υποταγής. Στόχος τους είναι να το βυθίσουν.

Η εργατική τάξη και τα υπόλοιπα λαϊκά στρώματα βιώνουν τις συνέπειες της καπιταλιστικής κρίσης και την ένταση της αντιλαϊκής επίθεσης, που στόχο έχει να θωρακίσει την ανταγωνιστικότητα του κεφαλαίου, μεταφέροντας όλα τα βάρη της κρίσης στα λαϊκά στρώματα. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια, μια σειρά από ιδεολογήματα, που στόχο έχουν να αποκρύψουν τις πραγματικές αιτίες εκδήλωσης της καπιταλιστικής κρίσης και των συνεπειών της στους εργαζόμενους, κερδίζουν έδαφος. Ανάμεσα σε αυτά, ιδιαίτερο ρόλο διαδραματίζει το ιδεολόγημα που αναγορεύει από τη μια το συνδυασμό εξωτερικού χρέους και ελλείμματος και από την άλλη το ευρώ σε αντιπαράθεση με τη δραχμή ως βασική αιτία των δεινών που πλήττουν τα λαϊκά στρώματα. Η συζήτηση για το χρέος είναι πλέον τόσο κοινή, ώστε τα ΜΜΕ βρίθουν από αναφορές στο χρέος, στα spreads και στα ασφάλιστρα κινδύνου, ενώ από την άλλη η «νομισματική» αντιπαράθεση εστιάζει στις μεγάλες αναπτυξιακές δυνατότητες που θα είχε η χώρα αν διέθετε «εθνικό νόμισμα». Το χρέος και το ευρώ χρησιμοποιούνται σαν ο βολικός αποδιοπομπαίος τράγος, παρουσιαζόμενα σαν η μήτρα κάθε κακού, αποκρύπτοντας ότι η αιτία της σχετικής και απόλυτης εξαθλίωσης των λαϊκών στρωμάτων βρίσκεται στις εκμεταλλευτικές σχέσεις παραγωγής και όχι στο ύψος του χρέους ή στο νόμισμα.


Στο πλαίσιο όλης αυτής της προβληματικής, που δέχεται το χρέος και το ευρώ σαν την πηγή του κακού, ξεδιπλώνεται ένας ολόκληρος σωρός από παραπλήσιες απόψεις και θέσεις, κυρίως του οπορτουνιστικού ρεύματος (ΣΥΡΙΖΑ κλπ.). Αλλού μιλώντας για επαναδιαπραγμάτευση του χρόνου αποπληρωμής και των επιτοκίων, αλλού για ψαλίδισμα του ύψους του χρέους, αλλού για διαγραφή του και παύση πληρωμών. Στην πραγματικότητα πρόκειται για διαφορετικές παραλλαγές της ίδιας βασικής μελωδίας, που σε όλους τους τόνους τονίζει την ανάγκη για διαφορετική διαχείριση του κρατικού χρέους και για άσκηση ελεύθερης νομισματικής πολιτικής και ιδίως μεταβολής της συναλλαγματικής ισοτιμίας ως του βασικού αντίδοτου για την καταπολέμηση του ελλείμματος ανταγωνιστικότητας των εξαγωγών που προκαλείται από το ακριβό νόμισμα που χρησιμοποιεί η χώρα. Η διαχειριστική αυτή πρόταση ουσιαστικά αναγορεύει το ευρώ και το χρέος ως αιτίες της κρίσης και, με συνέπεια λόγων και έργων, προτάσσει σαν ριζοσπαστική διέξοδο των λαϊκών στρωμάτων από την κρίση την αλλαγή του νομίσματος και τη διαφορετική διαχείριση του κρατικού χρέους, χωρίς να θίγει την αστική εξουσία.


Το παράδειγμα της Αργεντινής

Για να γίνει κατανοητή η επίδραση που θα είχε στην Ελλάδα η αλλαγή της νομισματικής πολιτικής και η διαφορετική διαχείριση του κρατικού χρέους μέσα στα πλαίσια του καπιταλισμού, χωρίς ανατροπή δηλαδή στο επίπεδο της εξουσίας, θα αναφερθούμε στο ιστορικό παράδειγμα της Αργεντινής όπου η γραμμή αυτή εφαρμόσθηκε στην ολότητά της, αφού η ιστορική γνώση είναι το στέρεο όπλο για «όσους θέλουν να έχουν μια σαφή εικόνα των όσων έχουν γίνει ή μια πρόβλεψη των όσων θα γίνουν, με παρόμοιο τρόπο, όπως συνήθως συμβαίνει με την ανθρώπινη ιστορία». Στην Αργεντινή η οικονομική κρίση που εκδηλώθηκε την τριετία 1998 έως 2001 επιχειρήθηκε να αντιμετωπισθεί με υποτίμηση του νομίσματος και με διαφορετική διαχείριση του κρατικού χρέους, μέσα στα πλαίσια του καπιταλιστικού συστήματος, ακολουθήθηκε δηλαδή ακριβώς η διαχειριστική λύση που προτείνεται απ' το οπορτουνιστικό ρεύμα και για την Ελλάδα. Ομως η συγκεκριμένη λύση προβάλλεται ακόμα και από αστούς οικονομολόγους και πολιτικούς.


Οικονομικές αναδιαρθρώσεις της δεκαετίας του 1990

Η οικονομία της Αργεντινής σαρώθηκε τη δεκαετία του 1990 από ένα πλέγμα καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων που ως στόχο είχαν τη διασφάλιση της κερδοφορίας των μονοπωλιακών ομίλων. Οι μεταρρυθμίσεις αφορούσαν στην ελάττωση της φορολογίας του κεφαλαίου, στην απομάκρυνση των φόρων και των περισσότερων περιορισμών στις εισαγωγές και στον εκμηδενισμό της φορολογίας στις εξαγωγές εμπορευμάτων. Ας σημειωθεί ότι το 1990 η φορολογία στις εξαγωγές εμπορευμάτων αποτελούσε το 8,5% των εσόδων της κυβέρνησης. Επιπλέον στις μεταρρυθμίσεις αυτές περιλαμβανόταν η ελάττωση της φορολογίας της αγροτικής παραγωγής και της κατοχής αγροτικής γης, η απελευθέρωση της κίνησης του κεφαλαίου επιτρέποντας ελεύθερες εισροές και εκροές κεφαλαίων και η ιδιωτικοποίηση σχεδόν όλων των οργανισμών κοινής ωφέλειας. Κορωνίδα των μεταρρυθμίσεων ήταν η ουσιαστική υιοθέτηση ως νομίσματος του αμερικανικού δολαρίου μέσω της πλήρους μετατρεψιμότητας του εγχώριου πέσο σε δολάρια.


Η κυβέρνηση της Αργεντινής υιοθέτησε μια δημοσιονομική πολιτική ελάχιστης φορολογίας του κεφαλαίου, με τα κρατικά έσοδα να βασίζονται κατά κύριο λόγο στην έμμεση λαϊκή φορολογία, ενώ το κρατικό έλλειμμα καλυπτόταν από εξωτερικό δανεισμό. Χρησιμοποίησε τον εξωτερικό δανεισμό για να τροφοδοτήσει την κερδοφορία του μεγάλου κεφαλαίου μέσω φοροαπαλλαγών, με αντίστοιχη εκτίναξη του εξωτερικού χρέους της. Η οικονομική πολιτική οδήγησε σε μια δεκαετία ταχύτατης - για το επίπεδο της Αργεντινής - οικονομικής ανάπτυξης με το μέσο ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ να ανέρχεται σε περίπου 4,8% ετησίως.


Οικονομική κρίση 1999-2002

Από το τέλος του 1998 η οικονομία της Αργεντινής εισήλθε σε βαθιά οικονομική κρίση, αποτέλεσμα της οποίας ήταν και μια οξύτατη πολιτική κρίση που κορυφώθηκε στο τέλος του 2001. Το ΑΕΠ συρρικνώθηκε κατά 3,4% το 1999, κατά 0,8% το 2000, κατά 4,4% το 2001 και κατά 10,9% το 2002. Η βιομηχανική παραγωγή έπεσε στο 70% της αντίστοιχης του 1997. Το Μάη του 2001 οι άνεργοι και υποαπασχολούμενοι έφθαναν στο 30,1%, ενώ ένα χρόνο μετά στο 40%. Τον Οκτώβρη του 2001 το επίσημο ποσοστό φτώχειας στη χώρα ξεπέρασε το 38%, ενώ ένα χρόνο μετά το ποσοστό φτώχειας άγγιξε το 60% του πληθυσμού.


Η αστική σκέψη, ειδικά μπροστά και στην κρίση, ταλαντευόταν ανάμεσα σε δύο διαφορετικές πολιτικές διαχείρισης της οικονομίας, την περιοριστική πολιτική και την επεκτατική πολιτική. Η περιοριστική πολιτική δίνει βάρος στη συγκράτηση δαπανών και σε αυξήσεις των φόρων ώστε να «συμμαζευτεί» η οικονομία και να βελτιωθεί η δημοσιονομική κατάσταση, ενώ η δεύτερη βασίζεται στην «τόνωση» της οικονομίας μέσω αναπτυξιακών έργων και χρηματοδότησης, ώστε να αναπτυχθεί η οικονομία και να ξεπερασθεί η κρίση σε βάρος της δημοσιονομικής κατάστασης. Φυσικά, πρόκειται για τις δύο πλευρές του ίδιου νομίσματος, αφού σε κάθε περίπτωση το βάρος της κρίσης το πληρώνουν τα λαϊκά στρώματα. Η περιοριστική δημοσιονομική πολιτική τροφοδοτείται από τη λιτότητα και τη φορολογία των λαϊκών στρωμάτων που επιβάλλεται άμεσα, ενώ η επεκτατική δημοσιονομική πολιτική απλά μεταθέτει ένα μέρος των λαϊκών θυσιών στο μέλλον. Ετσι, από τη σκοπιά του λαϊκού κινήματος το «δίλημμα» περιορίζεται στο πότε θα «πληρωθεί το μάρμαρο». Στα πλαίσια αυτά, η αστική διαχείριση στην Αργεντινή μετέβαλε το μείγμα της ασκούμενης πολιτικής και στράφηκε προς μια περιοριστική δημοσιονομική πολιτική, αρχικά με μεγάλες αυξήσεις στη φορολογία και στη συνέχεια με σημαντικότατες περικοπές στα δημόσια έξοδα, ενώ στα μέσα του 2001 το κοινοβούλιο ψήφισε μια νομοθετική ρύθμιση πολιτικής μηδενικού ελλείμματος.


Συγχρόνως οξύνθηκε η αντιπαράθεση που αφορούσε στην ασκούμενη νομισματική πολιτική. Το κυβερνών κόμμα ενέμενε στη νομισματική πολιτική σύνδεσης με σταθερή ισοτιμία του νομίσματος με το δολάριο και στην ανάγκη εξασφάλισης εξωτερικού δανεισμού. Από την άλλη, το βασικό αντιπολιτευόμενο κόμμα υιοθέτησε την άποψη ότι η υποτίμηση ήταν απαραίτητη και ότι απαιτούνταν στροφή στην εγχώρια παραγωγή. Η διάσταση απόψεων εξέφραζε τις αντιθέσεις ανάμεσα σε μερίδες του κεφαλαίου, αλλά και τις ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις στο έδαφος της καπιταλιστικής κρίσης. Η καπιταλιστική κρίση είναι κρίση υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου και η έξοδος από την κρίση απαιτεί απαξίωση, καταστροφή δηλαδή τμήματος του υπερσυσσωρευμένου κεφαλαίου. Η εγκατάλειψη της σταθερής ισοτιμίας ευνοούσε τη μερίδα του βιομηχανικού κεφαλαίου με εξαγωγικό προσανατολισμό, ενώ προσέκρουε στο διεθνή δανεισμό της χώρας, που ήταν σε συνάλλαγμα και η αποπληρωμή του θα αυξανόταν υπέρμετρα. Η σταθερή ισοτιμία από την άλλη ευνοούσε το τραπεζικό κεφάλαιο, που συναλλασσόταν σε δολάρια. Η όξυνση των αντιθέσεων εκφράστηκε με όξυνση των αντιθέσεων στην πολιτική σκηνή. Ιδιαίτερη καμπή της τελευταίας ήταν οι εκλογές για τα νομοθετικά σώματα - τον Οκτώβρη του 2001 - όπου το κυβερνών κόμμα ηττήθηκε. Η Αργεντινή είναι προεδρική δημοκρατία και οι εκλογές για τον πρόεδρο, που ασκεί την εκτελεστική εξουσία, και για τα νομοθετικά σώματα γίνονται ξεχωριστά. Κορύφωση των πολιτικών αντιπαραθέσεων ήταν η πολιτική κρίση που εκδηλώθηκε ολοκληρωμένα το Δεκέμβρη του 2001.


Η πολιτική κρίση του Δεκέμβρη του 2001

Αιτίες της πολιτικής κρίσης ήταν η οικονομική κρίση, η τεράστια διόγκωση της ανεργίας και της φτώχειας, η ραγδαία υποβάθμιση του βιοτικού επιπέδου της συντριπτικής πλειοψηφίας του πληθυσμού, ενώ συνετέλεσαν και οι αντιθέσεις στο εσωτερικό της αστικής τάξης. Η πολιτική αντιπαράθεση οξύνθηκε από την απόφαση της κυβέρνησης να επιβάλει πάγωμα των τραπεζικών λογαριασμών, με στόχο να σταματήσει τη φυγή κεφαλαίων από τις τράπεζες, που είχε ως αποτέλεσμα τις γνωστές κινητοποιήσεις με τις κατσαρόλες που αφορούσαν τα σχετικά πιο εύπορα στρώματα του πληθυσμού. Οι κινητοποιήσεις κατά της κυβερνητικής λιτότητας έγιναν μόνιμο φαινόμενο και στα μέσα Δεκέμβρη ξέσπασαν πλέον μαζικότατες λαϊκές διαδηλώσεις. Η λαϊκή αγανάκτηση εκδηλώθηκε μαζικά με ιδιαίτερα προωθημένες μορφές, στρεφόμενη εναντίον τραπεζών, γραφείων πολυεθνικών και μεγάλων εμπορικών καταστημάτων. Στις λαϊκές γειτονιές του Μπουένος Αϊρες δημιουργήθηκαν εκατοντάδες λαϊκά συμβούλια, που, σύμφωνα με ορισμένες εκτιμήσεις συσπείρωναν, στο απόγειό τους, δεκάδες χιλιάδες ανθρώπους, ενώ μαζικοποιήθηκε και το φαινόμενο κατάληψης εργοστασίων που κλείνουν και η λειτουργία τους από συμβούλια εργατών.


Στην Αργεντινή, το φαινόμενο καταλήψεων εργοστασίων που έκλειναν προϋπήρχε της κρίσης. Γνώρισε όμως αλματώδη ανάπτυξη κατά τη διάρκεια της κρίσης του 2001. Υπολογίζεται ότι περίπου 150-200 εργοστάσια καταλήφθηκαν από εργαζόμενους που συνέχισαν να τα λειτουργούν, ενώ ο συνολικός αριθμός εργαζομένων που συμμετείχαν σε αυτές τις καταλήψεις υπερέβαιναν τις 12.000. Το εντυπωσιακότερο παράδειγμα είναι η κεραμοποιία ΖΑΝΟΝ, που βρίσκεται ακόμα υπό τον έλεγχο των εργαζομένων και στην οποία εργάζονται 470 άνθρωποι.


Το διήμερο 19-20 Δεκέμβρη, μετά από γενική απεργία, οι συγκρούσεις έγιναν πλέον θυελλώδεις, και το κέντρο της πρωτεύουσας συγκλονιζόταν από οδοφράγματα και σφοδρότατες οδομαχίες. Η κυβέρνηση κήρυξε κατάσταση πολιορκίας, ενώ αμέσως μετά παραιτήθηκε μπροστά στους 28 επιβεβαιωμένους νεκρούς. Οι συγκρούσεις συνεχίζονταν μέχρι το τέλος Δεκέμβρη και μέσα στο διάστημα αυτό ορκίστηκαν τρεις διαφορετικοί ενδιάμεσοι πρόεδροι, ένας εκ των οποίων ανακοίνωσε νέο οικονομικό σχέδιο βασισμένο στην άρνηση πληρωμής του χρέους, στην κατάργηση της σταθερής ισοτιμίας με το δολάριο και σε πρόγραμμα δημιουργίας θέσεων εργασίας. Στις 30 Δεκέμβρη, μετά την παραίτηση του τρίτου προέδρου και την παραίτηση του προέδρου της Γερουσίας, προκειμένου να μην ορισθεί ξανά πρόεδρος της χώρας, δεν προέκυψε πρόεδρος. Η πολιτική κρίση βρισκόταν στο απόγειό της και, όπως εκφράστηκε ολοκληρωμένα και από την τυπική αδυναμία του πολιτικού συστήματος να ορίσει πρόεδρο της χώρας, η εξουσία βρισκόταν πραγματικά στο δρόμο.


Ομως δεν υπήρχε κανένας να τη διεκδικήσει...

Το λαϊκό κίνημα συγκρούσθηκε με την αστυνομία, έστησε οδοφράγματα, συγκρότησε λαϊκά συμβούλια και κατέλαβε ακόμα και εργοστάσια που έκλειναν, αλλά σε επίπεδο στόχων και πολιτικών διεκδικήσεων το κίνημα καθοριζόταν από τις αυθόρμητες αντιδράσεις μεγάλων λαϊκών μαζών και τις επιδράσεις αστικών και οπορτουνιστικών δυνάμεων και, παρά τις ιδιαίτερα οξυμένες, δυναμικές και παρατεταμένες μορφές πάλης που χρησιμοποιούσε, δεν είχε ουσιαστικό και συνεκτικό στόχο, δεν είχε αποκτήσει συνείδηση της ιστορικότητας της στιγμής και δεν κατανοούσε στην πραγματικότητα ποιος ήταν ο αντίπαλος. Ακόμα και το ΚΚ Αργεντινής έλεγε «όχι στην κατάσταση έκτακτης ανάγκης, όχι στην πληρωμή του εξωτερικού χρέους και καλούσε σε αντίσταση στο ΔΝΤ» και «ζητούσε τη λήψη μέτρων κατά των πλουσίων, αύξηση των μισθών - συντάξεων - κοινωνικών δαπανών και εθνικοποίηση της εθνικής τράπεζας της χώρας», πρότασσε δηλαδή στόχους πάλης που δεν έρχονταν σε ρήξη με την αστική εξουσία, αλλά αντίθετα μπορούσαν να ενσωματωθούν και μάλιστα σχετικά εύκολα και άμεσα. Από την άλλη στο κίνημα σημαντική επίδραση ασκούσαν οι διεκδικήσεις των μεσαίων στρωμάτων που επιτίθονταν στην κυβερνητική οικονομική πολιτική και στις τράπεζες, προσπαθώντας να διασφαλίσουν τα κεκτημένα τους, προτάσσοντας ως βασικό σύνθημα «παραίτηση όλων τώρα», που ήταν τελικά και το σύνθημα που κέρδισε τις μάζες συνολικά. Στην πραγματικότητα, το λαϊκό κίνημα παρασύρθηκε σε μια γραμμή αντιπαράθεσης με την ασκούμενη κυβερνητική πολιτική που συμπυκνωνόταν στο νόμισμα, στο κρατικό χρέος, στον κερδοσκοπικό ρόλο των τραπεζών και στις οικονομικές ρυθμίσεις. Ενώ χρησιμοποιούσε ιδιαίτερα προωθημένες μορφές πάλης, προωθούσε ένα αμιγώς αμυντικό περιεχόμενο διεκδικήσεων που το κατέστησε ουρά της αντιπολιτευόμενης μερίδας της αστικής τάξης.


Το τελικό αποτέλεσμα ήταν ότι τη λαϊκή οργή και αγανάκτηση την καρπώθηκε ολοκληρωτικά σε πολιτικό επίπεδο το αντιπολιτευόμενο κόμμα, που διατυμπάνιζε την ανάγκη διαφορετικής διαχείρισης της καπιταλιστικής οικονομίας, στην κατεύθυνση «άρνησης των νεοφιλελεύθερων πολιτικών και χαλιναγώγησης της ελεύθερης αγοράς», που περιλάμβανε έξοδο από τη σταθερή ισοτιμία ως απαραίτητο μέτρο αναζωογόνησης της εγχώριας βιομηχανίας και άρνηση πληρωμής του χρέους, που με την έξοδο από τη σταθερή ισοτιμία γινόταν σχεδόν νομοτελειακή. Την επόμενη μέρα ορκίστηκε πρόεδρος από το αντιπολιτευόμενο κόμμα και εξόρκισε την ελεύθερη αγορά ως υπαίτιο της κατάστασης της χώρας διακηρύσσοντας οικονομικές αλλαγές. Η νέα οικονομική πολιτική βασίστηκε στους παρακάτω άξονες: Στάση πληρωμών του κρατικού χρέους, που σημαίνει ότι η κυβέρνηση της Αργεντινής σταμάτησε να αποπληρώνει τις δανειακές της υποχρεώσεις, που ακολουθήθηκε τελικά από τη διαγραφή τμήματος του χρέους αυτού. Αποσύνδεση του νομίσματος από τη σταθερή ισοτιμία και υποτίμισή του. Ισοσκελισμένο δημόσιο προϋπολογισμό και μια σειρά ρυθμίσεων των καταθέσεων και των δανείων που ήταν απαραίτητες, αφού πολλά εξ αυτών ήταν σε δολάρια και έπρεπε να μετατραπούν στο εγχώριο νόμισμα. Ετσι, η γραμμή που προέβλεπε στάση πληρωμών, με διαφορετική δηλαδή διαχείριση του κρατικού χρέους, έξοδο από τη σταθερή ισοτιμία και οικονομικές μεταρρυθμίσεις υλοποιήθηκε στην ολότητά της από τη νέα αστική κυβέρνηση.


Στον απόηχο της κρίσης

Η οικονομία της Αργεντινής πέρασε από τη φάση της κρίσης στην αναζωογόνηση στο τέλος του 2002. Η κυβερνητική πολιτική ήταν απόλυτα επιτυχημένη για την άρχουσα τάξη. Είχε ως αποτέλεσμα τη σημαντική τόνωση του εξαγωγικού προσανατολισμού της οικονομίας της Αργεντινής. Το εμπορικό ισοζύγιο έγινε πλεονασματικό και την πενταετία από το 2003 μέχρι το 2008 ο ρυθμός ανάπτυξης του ΑΕΠ της χώρας ξεπέρασε το 8% ετησίως. Ομως, η φρενήρης οικονομική ανάπτυξη βασίστηκε, στην πραγματικότητα, σε νέα βάρη στην πλάτη της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων της Αργεντινής. Οι συνθήκες διαβίωσης των λαϊκών στρωμάτων της Αργεντινής επιδεινώθηκαν σχετικά και απόλυτα μέσα σε μια δεκαπενταετία (1992-2006) οικονομικής ανάπτυξης που οδήγησε στον υπερδιπλασιασμό του ΑΕΠ της χώρας. Στο διάστημα αυτό η απόλυτη φτώχεια αυξήθηκε από το 3,2% στο 8,5% του πληθυσμού. Η σχετική φτώχεια αυξήθηκε από 19,7% του πληθυσμού το 1992 στο 25,6% του πληθυσμού του 2006 και πάνω από 10 εκατ. άνθρωποι ζουν κάτω από το επίσημο όριο φτώχειας. Το 2006 το 43% των εργαζομένων στην Αργεντινή εργάζονταν χωρίς ασφαλιστικά και εργασιακά δικαιώματα, από 31% το 1992. Ο πληθωρισμός ξεπερνά το 20%, κατατρώγοντας το λαϊκό εισόδημα και η ανεργία αγγίζει, συνυπολογίζοντας και την υποαπασχόληση, το 25%. Η οικονομική ανάπτυξη έγινε στην πλάτη των εργαζομένων και οι εξελίξεις στην Αργεντινή επιβεβαίωσαν πλήρως τη διαπίστωση ότι, κάτω από το ζυγό των μονοπωλίων, τα λαϊκά στρώματα «πληρώνουν το μάρμαρο» και στη φάση της κρίσης και στη φάση της καπιταλιστικής ανάπτυξης, είτε με επεκτατική, είτε με περιοριστική δημοσιονομική πολιτική.


Μαθαίνοντας από την Αργεντινή

Το λαϊκό κίνημα της Αργεντινής, στη δίνη της κρίσης, δεν κατόρθωσε να στοιχειοθετήσει πολιτικές διεκδικήσεις και αντίστοιχους στόχους πάλης, τους στόχους πάλης που στρέφονται πραγματικά κατά της εκμετάλλευσης, κατά της εξαθλίωσης, κατά της φτώχειας, κατά της εξουσίας των μονοπωλίων. Στην πραγματικότητα εισήλθε στην αρένα της κοινωνικής σύγκρουσης όχι ως πρωταγωνιστής, αλλά ως κομπάρσος. Δε χειραφετήθηκε από τις ιδεολογικοπολιτικές επιρροές της αστικής τάξης και ασυνείδητα συντάχθηκε σε έναν αγώνα κατά της κυβέρνησης και της κυβερνητικής νομισματικής πολιτικής. Στοιχήθηκε, ακολουθώντας την αστική αντιπολίτευση που εξέφραζε τα συμφέροντα μιας άλλης μερίδας της αστικής τάξης της χώρας, πίσω από την πάλη για παραίτηση της κυβέρνησης, αλλαγή του νομίσματος και άρνηση πληρωμής του χρέους, χωρίς να προσανατολίζει σε γραμμή ρήξης και ανατροπής της εξουσίας της άρχουσας τάξης. Υιοθέτησε, κάτω από την πίεση αστικών, μικροαστικών και οπορτουνιστικών δυνάμεων, την ίδια γραμμή της διαφορετικής διαχείρισης του καπιταλισμού που προτείνεται σαν φάρμακο κατά της κρίσης στην Ελλάδα, τη γραμμή στάσης πληρωμών και αλλαγής της νομισματικής πολιτικής. Η γραμμή αυτή όχι μόνο δε στόχευε στην εξάλειψη της αιτίας της εξαθλίωσης των λαϊκών στρωμάτων, που είναι οι εκμεταλλευτικές σχέσεις παραγωγής, ο καπιταλισμός, αλλά ούτε καν δημιουργούσε προϋποθέσεις για την οργάνωση και την κλιμάκωση της αντεπίθεσης του λαϊκού κινήματος. Ετσι, η εφαρμογή της δεν αναίρεσε, αλλά αντίθετα ενίσχυσε την εξαθλίωση. Σαν αποτέλεσμα δε διαμορφώθηκαν, μέσα στο λαϊκό κίνημα, εκείνες οι δυνάμεις που θα ωθούσαν σε αλλαγή του συσχετισμού και που θα έδιναν, την κρίσιμη στιγμή, την αποφασιστική μάχη, τη μάχη σύγκρουσης με την εξουσία των μονοπωλίων, με στόχο την ανατροπή της. Ετσι, όταν η κρίσιμη στιγμή ήλθε, απλώς παρήλθε...


Φυσικά, η αποτυχία του λαϊκού κινήματος στην Αργεντινή να πρωταγωνιστήσει στις εξελίξεις δεν ήταν τυχαία. Οφείλεται στην έλλειψη πολιτικής πρωτοπορίας, στις αδυναμίες του Κομμουνιστικού Κόμματος, που την κρίσιμη ώρα ηγείται του αγώνα για την κατάληψη της εξουσίας και τη σοσιαλιστική οικοδόμηση. Στην Ελλάδα οι εξελίξεις θα είναι διαφορετικές, γιατί το ΚΚΕ δε θα αφήσει το λαϊκό κίνημα να γίνει ουρά των εξελίξεων παρασυρόμενο από «δόλιους φάρους». Αντίθετα θα φροντίσουμε, ως Κόμμα, ώστε η εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα να σφραγίσουν ανεξίτηλα τις εξελίξεις.



Του
Γρηγόρη ΛΙΟΝΗ*
*Ο Γρηγόρης Λιονής είναι μέλος του Τμήματος Οικονομίας της ΚΕ του ΚΚΕ

1 σχόλιο:

  1. Δείτε ένα ακόμα εξαιρετικό κείμενο του Χόρχε Αλταμίρα με τίτλο: "Η Ελλάδα στο δρόμο της Αργεντινής

    http://politikokafeneio.com/Forum/viewtopic.php?p=178497#178497

    ΑπάντησηΔιαγραφή