Η έρημος είναι γύρω μας Χρειάζεται μια ευαισθητοποιημένη ματιά για να αντιληφθούμε την ερημοποίηση γύρω μας και κυρίως για να διαπιστώσουμε πως η φύση που μας περιβάλει ούτε αμετάβλητη είναι, ούτε και οι όποιες μεταβολές της δεν επηρεάζονται και από την ανθρώπινη συμπεριφορά.
Η Κρήτη βρίσκεται σε τέτοια γεωγραφική θέση που θα δικαιολογούνταν αν αποτελούσε ένα έρημο και άγονο νησί. Στον ίδιο Γεωγραφικό Παράλληλο βρίσκονται οι ερημικές τοποθεσίες της Βόρειας Αφρικής και της Μέσης Ανατολής.
Το Λασίθι για παράδειγμα υπήρξε Δασική έκταση στους Μινωικούς χρόνους,χαρακτηριστικό άλλωστε που του προσέδωσε και την ονομασία του.
(Σύμφωνα με τον Στ. Ξανθουδίδη (Επαρχίες & πόλεις της Κρήτης, τόμος Γ), το Λασίθι πιθανόν να ονομάστηκε έτσι από το αρχαίο επίθετο «λάσιος» = μαλλιαρός, πυκνός, δασύς… επειδή το Λασίθι παλιά ήταν γεμάτο από δάση.)
Σήμερα ένα μεγάλο μέρος του νομού είναι γυμνό από δέντρα και χαρακτηρίζεται άγονο αφού το έδαφος έχει υποστεί ανεπανόρθωτη διάβρωση. Την ίδια στιγμή οι περιοχές εκείνες που χαρακτηρίζονται από την έντονη καλλιεργητική τους δραστηριότητα έχουν φτάσει σήμερα στο σημείο υδρολογικό καμπής τους, δηλαδή οι απαιτήσεις για νερό έφτασαν και ξεπέρασαν τα αποθέματα τους.
Οι μεγάλες αγροτικές (και τουριστικές) ανάγκες απαιτούν όλο και μεγαλύτερη άντληση των υπόγειων αποθεμάτων, πρακτική που κατεβάζει ολοένα τον υπόγειο υδροφόρο ορίζοντα σε τέτοιο βαθμό που να φτάνει σε σημεία χαμηλότερα του επίπεδου της θάλασσας. Το θαλασσινό νερό εισέρχεται πλέον στις άδειες υπόγειες δεξαμενές, καταστρέφοντας και τις υπόλοιπες ποσότητες των υδάτων τους. Όταν η γεωργική γη πλέον αρδεύεται με υφάλμυρο νερό, σταδιακά χάνει την γονιμότητά της με μια βλάβη που δεν είναι πλέον αναστρέψιμη.
Τι προβλέπεται λοιπόν να συμβεί στο προσεχές μέλλον αν συνεχιστεί η ίδια πρακτική; Η επιστημονική κοινότητα προειδοποιεί πως με την συνεχή μείωση του υδροφόρου ορίζοντά η οποία διαταράσσει το ισοζύγιο του ύδατος θα αποτελέσει το σημαντικότερο περιβαλλοντικό πρόβλημα του νησιού το οποίο θα είναι αιτία να μειωθούν οι καλλιεργητικές εκτάσεις στο ένα πέμπτο του μέσα στον αιώνα που διατρέχουμε! Τραγικές θα είναι οι συνέπειες για τους κατοίκους μια και η κλιματική αυτή αλλαγή δεν θα επηρεάσει μόνο το επίπεδο διαβίωσης, αλλά θα θέσει σε κίνδυνο ακόμα και την ίδια την επιβίωση μας. Βροχoπτώσεις στην Κρήτη Το κλίμα της Κρήτης είναι εύκρατο. Ανήκει σε δύο κλιματολογικές ζώνες , τη Μεσογειακή και τη Βόρεια Αφρικανική. Ο χειμώνας είναι αρκετά ήπιος με πολλές βροχοπτώσεις ιδιαίτερα στα δυτικά τμήματα της νήσου. Οι χιονοπτώσεις είναι σπάνιες στα πεδινά τμήματα αλλά στις ορεινές περιοχές η παρουσία του χιονιού είναι συχνή.
Το καλοκαίρι οι μέσες θερμοκρασίες κυμαίνονται από 25 έως 30 βαθμούς κελσίου, ιδιαίτερα χαμηλές σε σχέση με την ηπειρωτική Ελλάδα, κυρίως λόγω των μελτεμιών. Οι βροχές την θερινή περίοδο είναι σπάνιες.
Η Κρήτη σε αντίθεση με τις ηπειρωτικές περιοχές όπου υπάρχουν μεγάλα ποτάμια επωφελείται μόνο από τα νερά που φτάνουν σε αυτήν με τη μορφή κατακρημνισμάτων (βροχή, χαλάζι, χιόνι). Η γεωγραφική της όμως θέση (νοτιότερο άκρο της Ευρώπης) και το γεωφυσικό της περιβάλλον, δεν ευνοούν τη συγκέντρωση μεγάλου όγκου νερού. Εξάλλου, η γεωγραφική της τοποθέτηση στη διεύθυνση ανατολής-δύσης, καθώς και η ύπαρξη ψηλών οροσειρών καθορίζουν και το ύψος των νερών που δέχεται ετησίως. Έτσι, παρατηρείται μια σημαντική ανισοκατανομή του ετήσιου όγκου βροχόπτωσης τόσο γεωγραφικά (η μέση ετήσια βροχόπτωση παρουσιάζει αύξηση από τα ανατολικά προς τα δυτικά και από νότια προς βόρεια), όσο και φυσιογραφικά (πεδινές προς ορεινές περιοχές), εμφανίζοντας βροχοβαθμίδα (αύξηση της βροχόπτωσης με το υψόμετρο) από τις μεγαλύτερες της Ελλάδας: 61 mm/100 m. Η μέση μηνιαία βροχόπτωση είναι μέγιστη τον Δεκέμβριο ή τον Ιανουάριο και ελάχιστη τον Ιούλιο και τον Αύγουστο, μήνες οι οποίοι είναι σχεδόν άνομβροι σε ολόκληρη την πεδινή Κρήτη. Ο μέσος αριθμός ημερών βροχής στην Κρήτη ανέρχεται σε 90 περίπου (25% του έτους).
Μέσα ετήσια ύψη βροχής στην Κρήτη (1950-2000)
ΠΕΡΙΟΧΗ ΥΨΟΜΕΤΡΟ ΥΨΟΣ ΒΡΟΧΗΣ
Ανώγεια 730m 1078,1mm
Έξω Ποταμοί 800m 1382,8mm
Ηράκλειο 39m 477,7mm
Καλό χωριό 12m 511,6mm
Καστέλι 355m 722,8mm
Μαρωνειά 150m 642,0mm
Νεάπολη 265m 816,9mm
Πόμπια 150m 494,3mm
Χανιά 62m 617,2mm
Σύμφωνα με τη διαχειριστική μελέτη Κρήτης (2000), το νησί δέχεται κατά μέσο όρο περίπου 7,5 δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα κατακρημνισμάτων το χρόνο, από τα οποία όμως τα 5 περίπου δισεκατομμύρια (~67%) εξατμίζονται λόγω των υψηλών θερμοκρασιών που επικρατούν όλη σχεδόν τη διάρκεια του έτους. Τα 2 περίπου δισεκατομμύρια, δηλαδή ~28%, καταλήγουν στο εσωτερικό της γης και εμπλουτίζουν τα υπόγεια στρώματα. Ο μεγαλύτερος όγκος (~1.8 δισεκατομμύρια κυβικά) κατεισδύει στις καρστικές υδρογεωλογικές ενότητες, κυρίως στους ορεινούς όγκους του Ψηλορείτη, των Λευκών Ορέων, της Δίκτης-Σελένας και δευτερευόντως στις καρστικές ενότητες της Σητείας, όπου εντοπίζονται μεγάλες σε έκταση ανθρακικές ενότητες. Τα υπόλοιπα (~0,4 δισεκατομμύρια κυβικά) κατεισδύουν στις νεογενείς και άλλες υδροφορίες. (βλ. εικόνα 1.2). Περίπου 0,75 δισεκατομμύρια κυβικά κατακρημνισμάτων ρέουν επιφανειακά σχηματίζοντας μικρά ποτάμια διαλείπουσας ροής στις πεδινές περιοχές. Όμως, το συνολικό υδατικό δυναμικό που δύναται να αξιοποιηθεί ανέρχεται σε 857 εκατομμύρια κυβικά περίπου (δεν περιλαμβάνονται οι τρεις μεγάλες υφάλμυρες καρστικές πηγές της Κρήτης), από τα οποία πάνω από το 60% δεν χρησιμοποιείται (χειμερινές παροχές πηγών και επιφανειακή απορροή). Αυτά, αποτελούν νερά καλής ποιότητας που είναι δυνατόν ο άνθρωπος να εκμεταλλευτεί με διάφορους τρόπους (γεωτρήσεις, φράγματα, υδρομαστεύσεις κ.α.).
Παραθέτουμε τις δημοσιευμένες εκθέσεις που περιγράφουν την κατάσταση των υδρογεωλογικών λεκανών της Βορειο-Ανατολικής Κρήτης:
ΛΕΚΑΝΕΣ ΜΑΛΙΩΝ - ΣΙΣΙΟΥ
Το καρστικό αυτό υδρογεωλογικό σύστημα εκτείνεται στους νομούς Ηρακλείου και Λασιθίου, αξιοποιείται δε εντατικά από αριθμό γεωτρήσεων κύρια κατά τη θερινή περίοδο, λόγω της μεγάλης ζήτησης από τον τουρισμό (ξενοδοχειακά συγκροτήματα βόρειου άξονα από Σίσι μέχρι Ηράκλειο), και τη γεωργία. Το νερό του επίσης χρησιμοποιείται καθ΄ όλη τη διάρκεια του έτους για την υδροδότηση των δήμων του βόρειου τμήματος του νομού Ηρακλείου (κοινότητα Βραχασίου, Μάλια, Χερσόνησος, Γούβες, Ν. Αλικαρνασσός και Ηράκλειο). Αποτέλεσμα είναι, το παράκτιο τμήμα του να υφαλμυρώνεται με την είσοδο της θάλασσας, κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, λόγω των υπεραντλήσεων.
ΛΕΚΑΝΗ ΛΑΚΩΝΙΩΝ
Η λεκάνη Λακωνίων εκτείνεται στις ανατολικές απολήξεις της Δίκτης και διοικητικά η περιοχή υπάγεται στο δήμο Αγίου Νικολάου. Οι πηγές Αλμυρού Αγ. Νικολάου, από τις οποίες απορρέει υφάλμυρο νερό μέσου ετήσιου όγκου 83 x106 m3, αποτελούν μια από τις σημαντικότερες εκφορτίσεις του συστήματος. Η εκμετάλλευση του υδροφορέα αυτού πραγματοποιείται με αριθμό βαθέων γεωτρήσεων (βάθους 300 – 400 μέτρων) που βρίσκονται ανάντι της υφάλμυρης πηγής, η πλειονότητα των οποίων ανήκει στον ΤΟΕΒ Λακωνίων. Το υφάλμυρο νερό σήμερα χρησιμοποιείται κυρίως για την άρδευση ελαιοδέντρων. Η Ν.Α. Λασιθίου έχει εγκαταστήσει από τις αρχές του 2008 ένα σταθμό παρακολούθησης στο καρστικό σύστημα της περιοχής.
Οι επιστήμονες διέκριναν συνεχή και σταδιακή πτώση της στάθμης του υδροφορέα καθώς και την επιβάρυνσή του λόγω υφαλμύρωσης. Απαιτείται η συστηματική παρακολούθηση του υδροφορέα.
.