Μια Κυριακή της νιότης μου….
Νιώθω πολλές φορές ντροπή που είμαι Έλληνας. Την πρώτη φορά που ένιωσα έτσι ήταν, όταν αποσπάστηκα στο Κάιρο και αντιλήφθηκα με ποια ευκολία μπορούν οι αποσπασμένοι στα ελληνικά σχολεία στο εξωτερικό εκπαιδευτικοί, να πουλήσουν και τη μάνα που τους γέννησε προκειμένου να παρατείνουν την απόσπασή τους. Την ίδια ντροπή νιώθω, όταν βλέπω πόσο πίσω από τις ανάγκες των εργαζομένων βρίσκεται η, κατ όνομα μόνο ελληνική, αστική τάξη της χώρας και οι πολιτικοί υπηρέτες της.
Στην Ελλάδα, η οποία βιώνει ένα εργασιακό Μεσαίωνα, τα κρατικοδίαιτα λαμόγια τα οποία ηγούνται των ΠΑΕ, πολλά από τα οποία θα έπρεπε σ’ ένα έστω στοιχειωδώς ευνομούμενο αστικό κράτος να κατοικούν στον Κορυδαλλό, πουλούν πανάκριβα ένα κάκιστο προϊόν, το οποίο αυτοαποκαλείται πρωτάθλημα της SUPERLEAGUE. Οι σκηνές του Σαββάτου που έκαναν τον γύρο του κόσμου είναι ένα συνηθισμένο φαινόμενο στην Ελλάδα. Συνέβησαν τα ίδια και πέρσι στον αγώνα μπάσκετ ανάμεσα στις ίδιες ομάδες, συνέβησαν και στο φετινό πρωτάθλημα σε διάφορες πόλεις της χώρας, από οπαδούς όλων των μεγάλων ομάδων, οι πρόεδροι των οποίων διατηρούν ιδιωτικούς στρατούς. . Είναι γεγονότα ΣΤΗΜΕΝΑ, με την ανοχή μιας παραπαίουσας, παρηκμασμένης Πολιτείας. Τα αστικά κόμματα εξουσίας θα βάλουν πάλι το ‘μαχαίρι βαθιά στο κόκαλο’, αρκεί αυτά τα νέα παιδιά να μην συμμετέχουν στις απεργίες, τις πορείες, τις διαδηλώσεις.
Το παρακάτω κείμενο γράφτηκε πριν τέσσερα χρόνια κι αποτελεί απόσπασμα από ένα διήγημα με τίτλο ‘Καλώς τον παπά…’ από τη συλλογή διηγημάτων μου με τίτλο: ‘Γήινα, Ονειρικά και Επουράνια’ και περιγράφει μια Κυριακή των παιδικών μου χρόνων. Τότε που πηγαίναμε εμείς οι γάβροι στη Λεωφόρο και πανηγυρίζαμε τα γκολ της ομάδας μας, όπως ακριβώς έκαναν και οι πράσινοι στο Καραϊσκάκη, χωρίς παρατράγουδα, χωρίς βία, χωρίς φόβο. Είναι αφιερωμένο στα νέα παιδιά που αγαπούν τις ομάδες τους, αλλά θα πρέπει να μάθουν, ότι το ίδιο δικαίωμα έχει κι ο φίλος τους, άσχετα αν αυτός υποστηρίζει άλλη ομάδα κι όχι τη δική μας.
‘…. Κυριακή απόγευμα αφιερωμένη στο ποδόσφαιρο, όπως τα χρόνια της παιδικής του αθωότητας. Έχει δημοσίως αναστείλει την ιδιότητα του ‘γαύρου’, εξ αιτίας της νοοτροπίας του Κόκκαλη : απομάκρυνση με το χειρότερο τρόπο των Ιωαννίδη, Ρίβερς, Μπάγιεβιτς, Ριβάλντο, άσχετα αν ο τελευταίος αποδείχτηκε, στο τέλος της εν Ελλάδι παρουσίας του, φραγκοφονιάς και κηλίδωσε την παγκόσμια φήμη του.. Κακό ποδόσφαιρο τα δύο τελευταία χρόνια, με εξαίρεση ορισμένα ευρωπαϊκά του παιχνίδια, στο πρωτάθλημα δε βλεπόταν, ιδιαίτερα στους εκτός έδρας αγώνες. Όταν φύγει ο Κόκκαλης πάλι στις επάλξεις.
Την ίδια απόφαση έχουν πάρει και άλλοι φίλαθλοι της ηλικίας του, οπαδοί άλλων ομάδων, επειδή το ποδόσφαιρο έχει χάσει πλέον τη μαγευτική του αίγλη και έχει γίνει επαγγελματικό, δηλαδή καπιταλιστικό προϊόν και χρησιμοποιούνται όλες οι καπιταλιστικές λοβιτούρες και αθλιότητες, προκειμένου οι Πρόεδροι να φτάσουν στο στόχο τους. Ο στόχος είναι το πρωτάθλημα, το οποίο φέρνει τις εισπράξεις της συμμετοχής στο Champions League. Οι ‘παράγκες’ στη διαιτησία, τις οποίες επικαλούνται οι ‘δευτερότριτοι’, ήταν ανέκαθεν παρούσες ( πόσα πέναλτι του Σούρπη στο Γιούτσο δεν πέρασαν ατιμώρητα;), αλλά τώρα έχουμε και τους ιδιωτικούς στρατούς των προέδρων, η βία υποθάλπεται από όλους τους αρμόδιους παράγοντες πρωτοστατούντων των διοικητικών παραγόντων και των οπαδικών αθλητικών εφημερίδων, νεαροί φίλαθλοι έχουν αποδημήσει πρόωρα, λόγω συμπλοκών ή ρίψεως βεγγαλικών, ο κόσμος φοβάται να πάει στο γήπεδο με το παιδί του, μιας και δε ρισκάρει ούτε τη ζωή τους, ούτε τη σωματική τους ακεραιότητα. Τα παιχνίδια για τις περισσότερες ομάδες παίζονται σε κενές εξέδρες, πλην των ντέρμπι κι έτσι είναι όλοι ευχαριστημένοι, εκτός από τους παλιούς λάτρεις του ποδοσφαίρου, οι οποίοι απέχουν αηδιασμένοι και απλά παρακολουθούν το άθλημα για ‘εγκυκλοπαιδικούς’ και ενημερωτικούς λόγους από την πολυθρόνα του σαλονιού τους. Το ποδόσφαιρο χρησιμοποιείται σήμερα σαν ένα από τα μέσα αποπροσανατολισμού των μαζών από τα πραγματικά του προβλήματα. Όμως στα παιδικά του χρόνια……,
Αλησμόνητη πανδαισία. Κυριακάτικα πρωινά στο γήπεδο του Φωστήρα, για παιγνίδια μικρών κατηγοριών, είσοδος τσάμπα. Το κυριακάτικο τραπέζι, με το παραδοσιακό κοτόπουλο με πατάτες στο φούρνο της γειτονιάς. Τότε δεν υπήρχαν ηλεκτρικοί φούρνοι στο σπίτι και όλοι τρέχαμε ποιος θα πρωτοπήγαινε το φαί στο φούρνο, για να το πάρει πρώτος στο γυρισμό από το γήπεδο, τρώγαμε και καμιά πατάτα στο δρόμο, κατηγορούσαμε το φούρναρη γι’ αυτό, αλλά τελικά όλο και κάτι έφτανε σπίτι.
Όλοι βράζαμε στο ίδιο καζάνι. Υπήρχε ‘έντιμη’ φτώχεια και όλοι σχεδόν είμαστε της ίδιας οικονομικής επιφάνειας. Μεροδούλι μεροφάι. Δεν είχε ακόμα εφευρεθεί το πλαστικό χρήμα και η δανειοδοτούμενη ευμάρεια. Γι’ αυτό και οι φιλίες της φτώχειας αντέχουν πολύ περισσότερο, απ’ αυτές του επίπλαστου νεοπλουτισμού……
……..‘ Η μετάδοση των ποδοσφαιρικών αγώνων είναι μια προσφορά της καπνοβιομηχανίας Παπαστράτος. Άσσος σκέτος και Άσσος φίλτρο. Κάθε λεπτό κι ένας καινούργιος φίλος’. Για να έχει μάλιστα μια πιο ολοκληρωμένη αντίληψη γι’ αυτό που άκουγε, μιας και οι τηλεοράσεις ήρθαν στην Ελλάδα με καθυστέρηση δύο περίπου δεκαετιών σε σχέση με άλλες οικονομικά αναπτυγμένες χώρες,, είχε δημιουργήσει ένα δικό του σύστημα. Για κάθε κερδισμένο φάουλ, πλάγιο, για κάθε σουτ και κάθε κεφαλιά των δύο αγωνιζόμενων ομάδων, σημείωνε μια κουκίδα, ξεχωριστά σημείωνε τις αποκρούσεις των τερματοφυλάκων. Στο τέλος έκανε τη σούμα, τα αποτελέσματα της οποίας δεν συμβάδιζαν πάντα με το νικητή
Όταν μεγάλωσε αρκετά πέρασε και την πόρτα των καφενείων. Ο κόσμος γέμιζε τα καφενεία της γειτονιάς. Τάβλι, πρέφα, μπιλιάρδο, ουζάκι ή μπυρίτσα για τους μεγάλους και το περίφημο ‘ υποβρύχιο ’, γνωστό και ως βανίλια, για μας τους μικρούς και το αυτί στο ραδιόφωνο. Πλακίτσες και πειράγματα ανάμεσα στους Ολυμπιακούς, τους Παναθηναϊκούς και τους Αεκτζήδες ( ο όρος : βάζελοι, γαύροι, χανούμια εισήχθη αργότερα. Αν τολμούσες τότε να αποκαλέσεις κάποιον με τέτοιο προσωνύμιο έπεφτε άγριο ξύλο ). Φιλίες στέρεες τις οποίες δεν επηρέαζε η οπαδική διαφορά. Είχαν σφυρηλατηθεί γερά στο μετερίζι του μεροκάματου, στο εργοστάσιο, στο γιαπί, στο σχολείο.
Την επισημοποίηση του πρωταθλητή σε πολλές γειτονιές, ακολουθούσε η κηδεία του ‘δεύτερου’, με περιφορά νοικιασμένου φέρετρου, σκεπασμένου με τη σημαία του, ενώ οι κολώνες στους δρόμους της γειτονιάς ήταν γεμάτες με ‘κηδειόχαρτα’. Την άλλη μέρα όλοι μαζί αγκαλιασμένοι στη δουλειά ή το σχολείο.
Τα παιχνίδια τότε, όπως θυμούνται οι παλιότεροι, ήταν όλα απογευματινά, έτσι το βράδυ της Κυριακής αφιερωνόταν στην 7η Τέχνη : Βέγγος, Σταυρίδης καουμπόικα, ταινίες με πειρατές, Τζέρι Λιούις, η Οδύσσεια, η Μυστηριώδης Νήσος, αργότερα μικρά τζόβενα μπαίναμε στα ‘ ακατάλληλα ‘ και έτρεμε το φυλλοκάρδι μας μήπως και μπει κανένας μπάτσας κι έχουμε τραβήγματα, ταινίες του Χίτσκοκ ( Ψυχώ ), Καζανμπλάνκα με τον Χόμφρει Μπόγκαρτ, τον Τζέιμς Γκάγκνεϊ……. Αχ, εποχές αξεπέραστες.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου