ΓΙΑ ΤΙΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΣΤΗΝ «ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ»
- του Γρηγόρη Λιονή
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Ο οικονομικός ρόλος του κράτους, εκτός από το νομοθετικό πλαίσιο για τη ρύθμιση της οικονομίας προς όφελος του κεφαλαίου, περιλαμβάνει και δραστηριότητες που είναι απαραίτητες για την αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης και τη διευρυμένη αναπαραγωγή του κοινωνικού κεφαλαίου. Στην Ελλάδα η ολοκλήρωση των ηλεκτρικών, τηλεφωνικών και σιδηροδρομικών δικτύων, μέσω ΔΕΗ, ΟΤΕ και ΟΣΕ αντίστοιχα, έγινε μεταπολεμικά με κρατικές δαπάνες. Οι συγκεκριμένες επενδύσεις ήταν απαραίτητες για την προώθηση της εκβιομηχάνισης της χώρας και επομένως απαραίτητες για τη διευρυμένη αναπαραγωγή του κοινωνικού κεφαλαίου, που όμως δεν ήταν δυνατό να γίνουν από ιδιωτικά κεφάλαια. Αντίστοιχα σε ολόκληρο τον κόσμο οι επενδύσεις στις οδικές μεταφορές, τα προηγούμενα χρόνια, ουσιαστικά γίνονταν αποκλειστικά με κρατικά κεφάλαια.
Ο βασικότερος λόγος που μια σειρά από τέτοιες δραστηριότητες υποδομής αναλαμβάνονταν από το κράτος σχετιζόταν με μια σχετική έλλειψη συγκεντρωμένων ιδιωτικών κεφαλαίων προς επένδυση σε τέτοιες δραστηριότητες, ειδικά σε μια ιστορική περίοδο όπου το ποσοστό κέρδους ήταν υψηλότερο σε άλλους κλάδους. Στη συνέχεια η δυσκολία εκτάθηκε λόγω και της μεγάλης απαξίωσης κεφαλαίων μετά τον Α΄ και Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο και την κρίση του 1929-1932. Η παρατηρούμενη τις τελευταίες δεκαετίες ιδιωτικοποίηση αυτών των κρατικών επιχειρήσεων σχετίζεται με τον όγκο των υπερσυσσωρευμένων κεφαλαίων που αναζητούν να επενδυθούν σε νέα πεδία κερδοφορίας. Ενας άλλος λόγος είναι ότι το κράτος έχει συχνά τη δυνατότητα να κινητοποιήσει μεγάλη μάζα εργασίας, που δε θα μπορούσε να γίνει με την ίδια ευκολία και κοινωνική αποδοχή αν η εργασία αυτή κατευθυνόταν άμεσα για την ολοκλήρωση ιδιωτικών έργων. Αναφέρουμε ενδεικτικά τη συνεισφορά των Μικτών Ομάδων Μηχανημάτων Ανασυγκρότησης (ΜΟΜΑ) του στρατού στην κατασκευή οδικών έργων στην ελληνική επικράτεια, αλλά και την υποχρεωτική «εθελοντική» δωρεάν εργασία για την κατασκευή έργων υποδομής που παλαιότερα ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένο φαινόμενο.
Τις τελευταίες δεκαετίες ένα άλλο οικονομικό φαινόμενο, που σχετίζεται με το γενικό ρόλο του κράτους στη διευρυμένη αναπαραγωγή του κεφαλαίου, έχει πάρει σημαντικές διαστάσεις. Το φαινόμενο αυτό περιγράφεται από αστούς οικονομολόγους και πολιτικούς ως «κοινωνική οικονομία».
Η «κοινωνική οικονομία» ως φαινόμενο καταρχήν πρέπει να γίνει κατανοητό, τηρουμένων των αναλογιών, με τα ίδια μεθοδολογικά εργαλεία της πολιτικής οικονομίας, προκειμένου να αντιληφθούμε τη σπουδαιότητά του, τόσο σε επίπεδο βάσης, όσο και στο επίπεδο του εποικοδομήματος, όπου και πρέπει να ανιχνεύσουμε την επίδρασή του στην κοινωνική συνείδηση, στην ιδεολογική ενσωμάτωση. Ως συγκροτημένη πολιτική διαχείρισης του αστικού κράτους, η «κοινωνική οικονομία» δεν εμφανίστηκε τελευταία, αλλά μετρά ήδη αρκετά χρόνια, με βασικό σημείο καμπής τη Διάσκεψη των κρατών-μελών του ΟΟΣΑ, τον Ιούνη του 1998, όπου και αποσαφηνίστηκε ο πυρήνας αυτής της πολιτικής προώθησης της «κοινωνικής οικονομίας».
Στο παρόν κείμενο επιχειρούμε μια καταγραφή των τελευταίων εξελίξεων στην πολιτική της ΕΕ για την «κοινωνική οικονομία». Εστιάζουμε την κριτική μας στις τελευταίες εξελίξεις σχετικά με το θέμα, ενώ ορισμένες βασικές πλευρές του, όπως η σχέση της «κοινωνικής οικονομίας» με την «κοινωνία των πολιτών», η προώθηση του «ηθικού καπιταλισμού», θίγονται επιγραμματικά, καθώς αναλύονται σε προηγούμενο άρθρο1 της ΚΟΜΕΠ.
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΟΥ ΟΡΟΥ «ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ»
Με τον όρο «κοινωνική οικονομία» οι αστοί αποδίδουν οικονομικές δραστηριότητες που δεν είναι δημόσιες ούτε ιδιωτικές, αλλά ενώ είναι οργανωμένες από ιδιώτες και σύνολα ιδιωτών θεωρούνται ότι δεν έχουν ως στόχο την κερδοφορία του κεφαλαίου αλλά την εξυπηρέτηση σκοπών της κοινωνίας συνολικά.
Ο όρος «κοινωνική οικονομία», όπως και το περιεχόμενο του όρου, είναι τελείως αντιεπιστημονικός και αποπροσανατολιστικός, καθώς αφενός ο δημόσιος και ο ιδιωτικός τομέας στον καπιταλισμό εξυπηρετούν τις ίδιες ανάγκες, τις ανάγκες της διευρυμένης αναπαραγωγής του κεφαλαίου, αφετέρου στο έδαφος του καπιταλισμού καμία ιδιωτική δραστηριότητα που δε στοχεύει στο κέρδος δεν έχει κοινωνική - οικονομική σημασία. Η πραγματική «κοινωνική οικονομία» -για την ικανοποίηση των λαϊκών αναγκών- απαιτεί κοινωνικοποίηση του συνόλου των συγκεντρωμένων μέσων παραγωγής και κεντρικό επιστημονικό σχεδιασμό για την αξιοποίησή τους από την εργατική τάξη, ενώ προϋποθέτει ανατροπή της καπιταλιστικής εξουσίας.
Ο παραπάνω ορισμός υιοθετείται σε γενικές γραμμές από τους περισσότερους αστούς πολιτικούς και αναλυτές για να περιγράψει την «κοινωνική οικονομία». Παρ’ όλα αυτά, δεν υπάρχει απόλυτη συμφωνία για το ποιες ακριβώς δραστηριότητες εντάσσονται μέσα στην «κοινωνική οικονομία», αν και οι περισσότερες αστικές αναλύσεις εντάσσουν τους συνεταιρισμούς, τα ταμεία αλληλασφάλισης, καθώς και μια σειρά από ενώσεις και ιδρύματα που λειτουργούν σε «μη κερδοσκοπική» βάση.
Θα εξετάσουμε το ζήτημα, υιοθετώντας τις αστικές αναλύσεις για τις δραστηριότητες που εντάσσονται στην «κοινωνική οικονομία», για δύο βασικούς λόγους. Από τη μία, η κριτική που ασκούμε στο συγκεκριμένο όρο πρέπει να συμπεριλαμβάνει το περιεχόμενο που του αποδίδουν οι αστικές αναλύσεις. Πρόκειται για κριτική που ασκείται στην πολιτική διαχείρισης του συστήματος που σχετίζεται με την «κοινωνική οικονομία» και όχι με τον όρο αυτόν καθ’ αυτόν. Δεν αποτελεί σκοπό της εξέτασής μας η ιδεολογική κριτική στην έννοια της «κοινωνικής οικονομίας» ή οι ιδεολογικές διαστρεβλώσεις που τη συνοδεύουν. Από την άλλη, η συγκεκριμένη κατηγοριοποίηση δεν είναι αυθαίρετη, αλλά εδράζεται στο φερόμενο ως κοινό χαρακτηριστικό των συγκεκριμένων μορφών οικονομικής δράσης, δηλαδή στην οργάνωση οικονομικών δραστηριοτήτων με σκοπό όχι το κέρδος, αλλά την ικανοποίηση κοινωνικών αναγκών.
Η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή σε σχετική Εκθεση2 προσδιορίζει την έννοια της «κοινωνικής οικονομίας» πάνω στη βάση των ακόλουθων αρχών: προτεραιότητα του ατόμου και του κοινωνικού στόχου έναντι του κεφαλαίου, εθελούσιο και ανοιχτό σύστημα συμμετοχής μελών, άσκηση δημοκρατικού ελέγχου από τα μέλη, συνδυασμός των συμφερόντων μελών και κοινού συμφέροντος, προάσπιση αρχών αλληλεγγύης και υπευθυνότητας, αυτόνομη διαχείριση και ανεξαρτησία από τις δημόσιες αρχές, χρήση πλεονασμάτων για την επίτευξη των στόχων, ενώ στη βάση αυτών των αρχών χρησιμοποιεί τον ακόλουθο ορισμό εργασίας:
«Μια σειρά από ιδιωτικές και τυπικά οργανωμένες επιχειρήσεις, που είναι αυτόνομες ως προς τη λήψη αποφάσεων και επιτρέπουν την ελεύθερη συμμετοχή ενδιαφερομένων, οι οποίες δημιουργήθηκαν για να καλύψουν τις ανάγκες των μελών τους διαμέσου της αγοράς με την παραγωγή προϊόντων και την παροχή υπηρεσιών, ασφαλιστικών και χρηματοοικονομικών, όπου η διαδικασία λήψης αποφάσεων και η διανομή κερδών ή πλεονασμάτων μεταξύ των μελών δεν συνδέονται άμεσα με το κεφάλαιο ή τις εισφορές των εκάστοτε μελών, τα οποία διαθέτουν από μία ψήφο. Η “κοινωνική οικονομία” συμπεριλαμβάνει επίσης ιδιωτικές, τυπικά δομημένες οργανώσεις που είναι αυτόνομες ως προς τη λήψη αποφάσεων και επιτρέπουν την ελεύθερη συμμετοχή ενδιαφερομένων, οι οποίες προσφέρουν μη εμπορευματικές υπηρεσίες σε νοικοκυριά και τα πλεονάσματα των οποίων, στο μέτρο που υφίστανται, δεν επιτρέπεται να τα οικειοποιούνται οι οικονομικοί παράγοντες που τις δημιουργούν, ελέγχουν ή χρηματοδοτούν»3.
Ο ορισμός αυτός αναδεικνύει τα βασικά χαρακτηριστικά που αποδίδουν στην «κοινωνική οικονομία» τα όργανα της ΕΕ, αλλά και οι υπόλοιπες αστικές αναλύσεις. Επισημαίνει αρχικά ότι πρόκειται για επιχειρήσεις που λειτουργούν στο πλαίσιο της αγοράς, ότι δηλαδή δεν πρόκειται για κάποια ρηξικέλευθη πρόταση που αρνείται ή αντιστρατεύεται την αγορά, αλλά για μια υποτιθέμενη διαφορετική οργάνωση της καπιταλιστικής αγοράς.
Ο «κοινωνικός» χαρακτήρας εκφράζεται από τον υποτιθέμενο περιορισμό της επίδρασης του κεφαλαίου. Συγκεκριμένα, το κεφάλαιο φέρεται από τη μία να μην ελέγχει την επιχειρηματική δραστηριότητα και από την άλλη να μην καρπώνεται τα όποια κέρδη αυτής της δραστηριότητας. Ομως το κεφάλαιο είναι κοινωνική σχέση, η δράση και ο έλεγχός του αφορούν όχι μόνο την ξεχωριστή επιχείρηση, αλλά το σύνολο της καπιταλιστικής οικονομίας. Στη πραγματικότητα, όπως θα δούμε στη συνέχεια αναλυτικά, κάθε επιχείρηση που δρα μέσα στον καπιταλισμό, εξυπηρετεί την κερδοφορία του κεφαλαίου.
Στις ίδιες γραμμές κινείται και η πρόσφατη απόφαση4 του Ευρωκοινοβούλιου σχετικά με την «κοινωνική οικονομία», που «υπογραμμίζει ότι η “κοινωνική οικονομία” διαδραματίζει ουσιαστικό ρόλο στην ευρωπαϊκή οικονομία, συνδυάζοντας την κερδοφορία με την αλληλεγγύη, δημιουργώντας ποιοτικές θέσεις εργασίας, ενισχύοντας την κοινωνική, οικονομική και περιφερειακή συνοχή, δημιουργώντας κοινωνικό κεφάλαιο, προάγοντας την ενεργό συμμετοχή των πολιτών, την αλληλεγγύη και έναν τύπο οικονομίας με δημοκρατικές αρχές που δίνει προτεραιότητα στον άνθρωπο, υποστηρίζοντας συγχρόνως την αειφόρο ανάπτυξη και την κοινωνική, περιβαλλοντική και τεχνολογική καινοτομία». Στη συνέχεια το κείμενο «καλεί την Κομισιόν να υλοποιήσει την προώθηση της “κοινωνικής οικονομίας” μέσω των νέων πολιτικών της και να προασπίσει την έννοια της “διαφορετικής προσέγγισης της επιχειρηματικότητας” της “κοινωνικής οικονομίας”, κινητήρια δύναμη της οποίας δεν είναι κυρίως η κερδοφορία αλλά το κοινωνικό όφελος, κατά τέτοιον τρόπο ώστε οι ιδιαιτερότητες της “κοινωνικής οικονομίας” να λαμβάνονται δεόντως υπόψη κατά τη εκπόνηση του νομοθετικού πλαισίου».
Από τον ίδιο τον ορισμό της ΕΕ για την «κοινωνική οικονομία», ως «συνδυασμό κερδοφορίας και αλληλεγγύης» και «προτεραιότητας του ατόμου έναντι του κεφαλαίου», υποτίθεται ότι υιοθετείται ένας συνδυασμός κοινωνικού στόχου και κερδοφορίας του κεφαλαίου. Στη πραγματικότητα, στόχος αυτής της πολιτικής είναι η προώθηση της ανταγωνιστικότητας των μονοπωλίων και αυτό επιτυγχάνεται πολλαπλά μέσα από την:
α) Εμπορευματοποίηση μιας σειράς κοινωνικών παροχών που μέχρι τώρα πραγματοποιούνταν από το κράτος, που είναι ίσως ο βασικότερος στόχος της διαχειριστικής πρότασης για την «κοινωνική οικονομία».
β) Αξιοποίηση της «κοινωνικής οικονομίας» σε κοινωνικό επίπεδο ως εργαλείου ταξικής συνεργασίας και απενοχοποίησης του καπιταλιστικού συστήματος. Το κεφάλαιο και η επιχειρηματική δράση διακρίνονται σε «καλή» και «κακή», σε ασύδοτη και σε δράση με κοινωνικό περιεχόμενο. Προωθείται η εθελοντική εργασία για «το κοινό καλό», προωθείται δηλαδή ένα μοντέλο εργαζόμενου υποταγμένου στο σύστημα, που όχι απλά δε διεκδικεί, αλλά αισθάνεται συνεργάτης με το εκμεταλλευτικό σύστημα.
γ) Λειτουργία της «κοινωνικής οικονομίας» ως μοχλού διαχείρισης της ανεργίας και ταυτόχρονα αύξησης της διαθέσιμης εργατικής δύναμης στο εσωτερικό της ΕΕ.
δ) Μείωση της αξίας και άρα της τιμής της εργατικής δύναμης.
Οι επεξεργασίες της ΕΕ είναι η βάση πάνω στην οποία εδράζεται το πλαίσιο της «κοινωνικής οικονομίας» σε κάθε κράτος-μέλος. Οι ορισμοί της έννοιας -που αποτυπώνουν και το περιεχόμενο της διαχειριστικής πρότασης- στα κράτη-μέλη πατάνε πάνω στις προαναφερθείσες επεξεργασίες. Στη χώρα μας, το σχέδιο νόμου «για τη θεσμοθέτηση της “κοινωνικής οικονομίας” και της Κοινωνικής Επιχειρηματικότητας» του Υπουργείου Εργασίας ορίζει την έννοια της «κοινωνικής οικονομίας» ως «το σύνολο των οικονομικών, επιχειρηματικών, παραγωγικών και κοινωνικών δραστηριοτήτων, οι οποίες αναλαμβάνονται από νομικά πρόσωπα ή ενώσεις προσώπων, των οποίων ο σκοπός είναι η επιδίωξη του συλλογικού οφέλους και η εξυπηρέτηση γενικότερων κοινωνικών συμφερόντων».
Μελετώντας το θέμα της «κοινωνικής οικονομίας», είναι ουσιαστικό να διαχωριστούν δύο διακριτές, αλλά οργανικά δεμένες μεταξύ τους, πτυχές της έννοιας και του φαινόμενου καθ’ εαυτού. Εκτός από την «κοινωνική οικονομία» ως απολύτως μη κερδοσκοπική δραστηριότητα, ο ίδιος όρος χρησιμοποιείται -σε αστικές αναλύσεις πάλι- για οικονομικές δραστηριότητες που συνδυάζουν τις κοινωνικές αρχές της «αλληλεγγύης» της «καθαρής «κοινωνικής οικονομίας»» με την κερδοφορία κεφαλαίου, άμεσα επενδυμένου σε επιχειρήσεις και φορείς της «κοινωνικής οικονομίας». Μάλιστα σε επίπεδο αστικής αντίληψης υπάρχει και διαπάλη σχετικά με τα «όρια της «κοινωνικής οικονομίας»», σχετικά με το βαθμό στον οποίο το κέρδος και το κεφάλαιο μπορεί να θεωρηθεί ή όχι ως συστατικό της «κοινωνικής οικονομίας». Ανάλογα με την τοποθέτηση της κάθε σχολής, ο βαθμός στον οποίο γίνεται αποδεκτή η κερδοφορία ως κομμάτι της «κοινωνικής οικονομίας» ποικίλει. Η οπορτουνιστική γραμμή για την «κοινωνική οικονομία» μιλάει για πλήρη άρνηση της κερδοφορίας, ενώ το πλαίσιο της ΕΕ για την «κοινωνική οικονομία», συμπεριλαμβανομένου και του τελευταίου νομοσχεδίου που προωθεί η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, όπως είναι αναμενόμενο, τοποθετείται προς την αντίληψη που θέλει την «κοινωνική οικονομία» να «συνδυάζει αρμονικά κέρδος και κοινωνικό προσανατολισμό».
Οι συγκεκριμένες επεξεργασίες παρουσιάζουν την «κοινωνική οικονομία» ως μια νέα χρυσή τομή που τάχα υποτάσσει την κερδοφορία του κεφαλαίου στην εξυπηρέτηση κοινωνικών αναγκών και στον άνθρωπο. Παρά τις πομπώδεις διακηρύξεις για διαφορετική προσέγγιση στην επιχειρηματικότητα, η προσέγγιση της ΕΕ για την «κοινωνική οικονομία» δεν αφορά οικονομικές δραστηριότητες όπου το κέρδος εξαφανίζεται, αλλά αντίθετα μιλάει για κέρδος που συνυπάρχει μαζί με κοινωνικούς σκοπούς, για κέρδος που είναι απλά δευτερεύον στοιχείο της παραγωγής. Γίνεται λόγος για «κινητήρια δύναμη που δεν είναι κυρίως η κερδοφορία», για «διανομή κερδών που δε συνδέεται άμεσα με το εισφερθέν κεφάλαιο».
Το σχέδιο νόμου της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ κινείται στην ίδια κατεύθυνση, ενώ μάλιστα ποσοτικοποιεί το βαθμό στον οποίο εμπλέκεται το κέρδος με τους υποτιθέμενους κοινωνικούς σκοπούς της «κοινωνικής οικονομίας».
Σε διάφορες επεξεργασίες προσδίδεται στον όρο «κοινωνική οικονομία» η έννοια της «οικονομίας κοινωνικών παροχών», δηλαδή η «κοινωνική οικονομία» προβάλλεται ως μια εναλλακτική πρόταση ανάμεσα στις κρατικές κοινωνικές παροχές και τις ιδιωτικές, μια εναλλακτική πάνω σε μια βάση περισσότερο συνεταιριστική, συνεργατική, κοινωνική. Ο «κοινωνικός χαρακτήρας» μιας σειράς αναγκών των εργαζόμενων πηγάζει από την ίδια την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων ως αποτέλεσμα της καπιταλιστικής ανάπτυξης και των νομοτελειών της διευρυμένης αναπαραγωγής του κεφαλαίου και για το λόγο αυτό έχει ιστορικό και κοινωνικό περιεχόμενο, π.χ. η υποχρεωτική εκπαίδευση σχετίζεται με την αντικειμενική αύξηση των ελάχιστων απαιτούμενων γνώσεων για να είναι ικανή η εργατική δύναμη να κινεί τα σύγχρονα μέσα παραγωγής.
Η αξιοποίηση της «κοινωνικής οικονομίας» ως μηχανισμού για την ιδιωτικοποίηση τέτοιων οικονομικών δραστηριοτήτων αποτελεί βασικό στόχο της εφαρμοζόμενης πολιτικής. Το νομοσχέδιο της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ για το ζήτημα της «κοινωνικής οικονομίας», αλλά και η πλούσια δράση των ΜΚΟ που αποτελούν ατμομηχανή προώθησης της «κοινωνικής οικονομίας» στη χώρα, εστιάζουν στη συγκεκριμένη κατεύθυνση. Ομως, ως διαχειριστική πρόταση, η «κοινωνική οικονομία» έχει πολύ ευρύτερα χαρακτηριστικά και αφορά ένα πολύ μεγαλύτερο εύρος δραστηριοτήτων, ενώ αντίστοιχα ευρύ είναι και το φάσμα των διαφορετικών οργανωτικών μορφών της.
Η ΣΤΟΧΕΥΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
Στη χώρα μας η «κοινωνική οικονομία» προβλέπεται να αξιοποιηθεί κυρίως σε τομείς κοινωνικών παροχών και κοινωνικής φροντίδας που μέχρι πρότινος βρίσκονταν στην αποκλειστική πρόνοια του κράτους και σε δράσεις που στοχεύουν στη μείωση της ανεργίας. Το ίδιο το προωθούμενο νομοσχέδιο για την «κοινωνική οικονομία» παραθέτει την ακόλουθη καταρχήν διάκριση των επιχειρήσεων «κοινωνικής οικονομίας» στις ακόλουθες κατηγορίες:
«ι) Ενταξης, που αφορούν στην ένταξη στην οικονομική και κοινωνική ζωή ατόμων που ανήκουν στις Ευάλωτες Ομάδες Πληθυσμού ιι) Κοινωνικής Φροντίδας, που αφορούν στην παραγωγή και παροχή προϊόντων και υπηρεσιών κοινωνικού-προνοιακού χαρακτήρα σε συγκεκριμένες ομάδες πληθυσμού, όπως οι ηλικιωμένοι, τα βρέφη, τα παιδιά, τα άτομα με αναπηρία και τα άτομα με χρόνιες παθήσεις και ιιι) Συλλογικού Σκοπού, που αφορούν την παραγωγή προϊόντων και παροχή υπηρεσιών για την ικανοποίηση των αναγκών της συλλογικότητας, που προάγουν το τοπικό και συλλογικό συμφέρον, την προώθηση της απασχόλησης, την ενδυνάμωση της κοινωνικής συνοχής και την ενδυνάμωση της τοπικής ή περιφερειακής ανάπτυξης».
Από την ίδια την κατηγοριοποίηση προκύπτει η στόχευση της αστικής πολιτικής σε σχέση με την αξιοποίηση της «κοινωνικής οικονομίας» για την απαλλαγή του κράτους από την παροχή κοινωνικών υπηρεσιών και τη σταδιακή εμπορευματοποίησή τους. Μια σειρά από κυβερνητικές δράσεις στον τομέα της «κοινωνικής οικονομίας», που ήδη υλοποιούνται, αφορούν αντίστοιχα την ένταξη ευπαθών ομάδων, την τοπική παραγωγή, υπηρεσίες μέριμνας και πρόνοιας
Χαρακτηριστικό είναι το πρόγραμμα της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ για την «κοινωφελή εργασία» που προωθείται το τελευταίο διάστημα αναφέρει: «Το πρόγραμμα Κοινωφελής Εργασία αποτελεί μία θεσμική καινοτομία η οποία κινητοποιεί τοπικούς φορείς και εξασφαλίζει την απασχόληση σε 55.000 ανέργους προς όφελος της τοπικής κοινωνίας. Στα πλαίσια του προγράμματος αυτού έργα συντήρησης ή μικρά κατασκευαστικά έργα δημοσίων ή/και αθλητικών υποδομών, μια σειρά από “μη κερδοσκοπικούς φορείς” σε σύμπραξη με ΟΤΑ θα χρηματοδοτηθούν για να αναλάβουν δράσεις»5.
Το συγκεκριμένο πρόγραμμα καταδεικνύει το πραγματικό πρόσωπο της «κοινωνικής οικονομίας» Η πολυδιαφημισμένη «εξασφάλιση της απασχόλησης» δεν είναι τίποτα άλλο παρά πεντέμισι μήνες δουλειάς, με ελάχιστα εργασιακά δικαιώματα, ενώ συγχρόνως αξιοποιείται και για να παρακαμπτούν οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας, αλλά και άλλες διατάξεις που προστατεύουν την εργασία (λ.χ. βαρέα). Ολοι οι εργαζόμενοι στο πρόγραμμα αυτό θα λαμβάνουν το ίδιο πενιχρό μισθό πείνας (των 625 ευρώ) πολύ κάτω από την Συλλογική Σύμβαση Εργασίας για μια μεγάλη κατηγορία εργαζόμενων (λ.χ. οικοδόμοι), ενώ υπολείπεται ακόμα και από την ελάχιστη αμοιβή για τον ανειδίκευτο εργάτη. Σαν να μην έφταναν όλα αυτά, οι εργαζόμενοι αντιμετωπίζονται ξεκάθαρα με πελατειακές σχέσεις, με την κυβέρνηση, αφού απόλυσε χιλιάδες εργαζόμενους από τους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης (ΟΤΑ), να τους αντικαθιστά στην πραγματικότητα με νέους που εργάζονται με ανύπαρκτες εργασιακές σχέσεις που βρίσκονται σε συνεχή εργασιακή ομηρία. Το σκηνικό αυτό περιγράφει, με απλά λόγια, την κυβερνητική πολιτική προώθησης της «κοινωνικής οικονομίας». Οι κοινωνικές παροχές και υπηρεσίες σταματούν να παρέχονται από το κράτος, οι εργαζόμενοι απολύονται, μόνο για να επαναπροσληφθούν σε νεοπαγείς επιχειρήσεις «κοινωνικής επιχειρηματικότητας». Στόχος η ελάφρυνση του κράτους από «περιττά έξοδα» για την κερδοφορία του κεφαλαίου.
Ιδιαίτερο ρόλο για την προώθηση της «κοινωνικής οικονομίας» -όχι μόνο στη χώρα μας- διαδραματίζουν οι Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις (ΜΚΟ). Εχει συγκροτηθεί ένα ευρύτατο πλέγμα από ΜΚΟ που στηρίζουν και προωθούν δράσεις που εντάσσονται στην «κοινωνική οικονομία», με διάφορους τρόπους, που περιλαμβάνουν από μελέτες και αναλύσεις μέχρι τη σύσταση επιχειρήσεων «κοινωνικής οικονομίας». Ο ρόλος των ΜΚΟ στη προώθηση της πολιτικής της άρχουσας τάξης είναι γενικά γνωστός, αλλά η φερόμενη ως «από τα κάτω» δομή της «κοινωνικής οικονομίας» οδηγεί σε έναν αναβαθμισμένο ρόλο των ΜΚΟ. Οι ΜΚΟ προβάλλονται από το σύστημα ως οργανώσεις που είναι πιο κοντά στους πολίτες και ξέρουν καλύτερα απ’ ό,τι το απόμακρο γραφειοκρατικό κράτος τα προβλήματα και άρα μπορούν με καλύτερο τρόπο άμεσα να τα διαχειριστούν.
Αλλωστε, είναι χαρακτηριστική η συσχέτιση των ΜΚΟ με το πρόγραμμα «Κοινωφελούς Εργασίας» που προαναφέραμε, όπου σε μια σειρά από περιοχές το συγκεκριμένο πρόγραμμα ανατέθηκε απ’ ευθείας σε ΜΚΟ, με τις τελευταίες να μετατρέπονται σε ενοικιαστές εργαζόμενων στο δημόσιο και στους ΟΤΑ, φυσικά με το αζημίωτο.
Ξέχωρη σημασία έχει και η συσχέτιση της «κοινωνικής οικονομίας» με τις θεωρίες για την «κοινωνία των πολιτών» και τη «συμμετοχική δημοκρατία», ειδικά με την ιδιαίτερη προβολή το τελευταίο διάστημα αυτών των αποπροσανατολιστικών θεωριών, με την αξιοποίηση των λεγόμενων «αγανακτισμένων» και του «κινήματος της πλατείας». Οι συγκεκριμένες θεωρήσεις έχουν σκοπό να αποπροσανατολίσουν την εργατική τάξη από την ταξική πάλη και να τη στρέψουν σε μια λογική συνδιαχείρισης των προβλημάτων με τους εκμεταλλευτές της. Η «κοινωνική οικονομία» συνδυάζεται οργανικά με αυτή τη θεώρηση, αφού στη βάση της η «κοινωνική οικονομία» είναι μια υποτιθέμενη διαταξική οργάνωση οικονομικών δραστηριοτήτων, όπου οι ρόλοι εκμεταλλευτή και εκμεταλλευόμενου σταδιακά χάνονται. Η σχετική αναζωπύρωση του θέματος της «κοινωνικής οικονομίας» το τελευταίο διάστημα στη χώρα μας σχετίζεται και με τη διάσταση αυτή.
ΒΑΣΙΚΕΣ ΣΤΟΧΕΥΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΕ ΓΙΑ ΤΗΝ «ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ»
ΤΟ ΕΥΡΟΣ ΤΗΣ «ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ» ΣΤΗΝ ΕΕ
Αξίζει να επισημάνουμε το εύρος των οικονομικών δραστηριοτήτων, αλλά και την έκτασή τους στις χώρες της ΕΕ, όπου με βάση επίσημες εκτιμήσεις η «κοινωνική οικονομία» αποτελεί ένα σημαντικό τμήμα της συνολικής οικονομικής δραστηριότητας και διαπερνά πολλούς διαφορετικούς τομείς της.
Η έκθεση για την «κοινωνική οικονομία» στην ΕΕ αναφέρει χαρακτηριστικά: «η “κοινωνική οικονομία” στην Ευρώπη είναι πολύ σημαντική από ανθρώπινη αλλά και οικονομική άποψη. Στο χώρο της απασχολούνται περισσότεροι από 11 εκατ. άνθρωποι, που αντιστοιχούν στο 6,7% των μισθωτών στην ΕΕ»6. Από την ίδια έκθεση αντιγράφουμε τα στοιχεία του πίνακα 1, όπου καταγράφεται ο αριθμός των εργαζόμενων στην «κοινωνική οικονομία» στις διάφορες χώρες της ΕΕ, ενώ ο ίδιος πίνακας καταγράφει και τη διαφορετική έκταση που έχουν οι διάφορες μορφές οργάνωσης που εντάσσονται στην «κοινωνική οικονομία», στις χώρες της ΕΕ.
Παραθέτουμε ενδεικτικά και την παρακάτω λίστα επιχειρήσεων από διάφορες χώρες της ΕΕ, που εντάσσονται στην «κοινωνική οικονομία», όπου καταγράφεται και το εύρος των δραστηριοτήτων της «κοινωνικής οικονομίας», αλλά και η σχετική τους οικονομική δύναμη:
• Επιχείρηση «Mondragon» στη χώρα των Βάσκων, με 85.000 εργαζόμενους και κύκλο εργασιών 15 δισ. ευρώ το 2009. Πρόκειται για μια συνομοσπονδία εργατικών συνεταιρισμών που ξεκίνησε από μια βιοτεχνία ειδών θέρμανσης. Σήμερα είναι η 7η μεγαλύτερη επιχείρηση στην Ισπανία και η μεγαλύτερη στη χώρα των Βάσκων. Ο όμιλος δραστηριοποιείται σε μια σειρά από κλάδους, από τραπεζικές υπηρεσίες και εμπόριο μέχρι την παραγωγή κεφαλαιουχικών μηχανημάτων.
• Αγροτικός συνεταιρισμός «Dairygold» στην Ιρλανδία, με 10.000 μέλη, κύκλο εργασιών 693 εκατ. ευρώ και κερδοφορία 19 εκατ. ευρώ.
• Οικοδομικός συνεταιρισμός «Nationwide» στη Μ. Βρετανία, με 200 δισ. λίρες κεφάλαια, 19.000 υπαλλήλους και 495 εκατ. λίρες εισόδημα.
• Σουηδικός καταναλωτικός συνεταιρισμός «Kooperativa Förbundet» (KF), με 3,1 εκατ. μέλη, που το 2008 έφτανε να ελέγχει το 55% του συνεταιριστικού λιανικού εμπορίου στη Σουηδία, το οποίο με τη σειρά του αντιστοιχεί στο 21,4% του συνολικού λιανικού εμπορίου τροφίμων.
• Καταναλωτικός συνεταιρισμός «The Cooperative» στη Μ. Βρετανία, με 4,5 εκατ. μέλη, 123 χιλιάδες υπαλλήλους και 4.300 καταστήματα, 9,5 δισ. λίρες κύκλο εργασιών και 111 εκατ. λίρες κέρδη.
Η «ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ» ΩΣ ΜΟΧΛΟΣ ΠΡΟΩΘΗΣΗΣ
ΤΗΣ ΕΜΠΟΡΕΥΜΑΤΟΠΟΙΗΣΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ
Ο βασικός στόχος είναι να αξιοποιηθεί η πολιτική της «κοινωνικής οικονομίας» ως δούρειος ίππος άλωσης μιας σειράς κοινωνικών υπηρεσιών, που μέχρι τώρα για διάφορους λόγους δεν προχωρούσε η ιδιωτικοποίησή τους. Ετσι το Ευρωκοινοβούλιο στο προαναφερόμενο ψήφισμα του αναδεικνύει τη δυνατότητα της «κοινωνικής οικονομίας» κατ’ αρχήν να «ελαφρύνει» το κράτος από μια σειρά οικονομικές δραστηριότητες που θα αναληφθούν από την «κοινωνική οικονομία» και μάλιστα παρουσιάζει αυτή τη δυνατότητα ως αναγκαιότητα: «Θεωρεί ότι τα κοινωνικά προβλήματα χρειάζονται σκέψη, αλλά, υπό τις παρούσες περιστάσεις, είναι κυρίως αναγκαίο να αναληφθεί δράση. Φρονεί ότι το μεγαλύτερο μέρος των κοινωνικών προβλημάτων θα πρέπει να προσεγγίζεται μέσω τοπικών λύσεων, κατά τρόπο που να αντιμετωπίζει τις συγκεκριμένες καταστάσεις και τα προβλήματα. Θεωρεί ότι η δράση αυτή, προκειμένου να είναι αποτελεσματική, απαιτεί αυστηρούς κανόνες σχετικά με τον συντονισμό, πράγμα που σημαίνει στενή συνεργασία μεταξύ των δημοσίων αρχών και των επιχειρήσεων κοινωνικής οικονομίας»7. Υπερτονίζοντας την -υπαρκτή- τοπική διάσταση των «κοινωνικών προβλημάτων» και αγνοώντας την καθοριστική ταξική συνιστώσα τους, αναγορεύει την τοπική προσέγγιση στην επίλυση τέτοιων προβλημάτων ως αναγκαιότητα. Με τον τρόπο αυτό η τοπική «κοινωνική επιχειρηματικότητα» σε στενή σύνδεση με τις δημόσιες αρχές παρουσιάζεται ως ο φυσικός τρόπος για την επίλυση τέτοιων «κοινωνικών ζητημάτων». Αυτή τη στόχευση άλλωστε αποτυπώνει και το νομοσχέδιο της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ για την «κοινωνική οικονομία».
Ετσι ανοίγει διάπλατα ο δρόμος ώστε μια ευρύτατη σειρά από κοινωνικές υπηρεσίες να περάσουν σε επιχειρήσεις «κοινωνικής» επιχειρηματικότητας, να ιδιωτικοποιηθούν δηλαδή, με έναν τρόπο που επιλύει μια από τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει το κεφάλαιο και που σχετίζεται με το σχετικά μικρό μέγεθος αυτών των δραστηριοτήτων. Καθώς οι δραστηριότητες αυτές είναι κυρίως τοπικές, η συγκέντρωσή τους σε μεγαλύτερες μονάδες είναι ακόμα ασύμφορη, με αποτέλεσμα μάλιστα να παρουσιάζεται η μετάβαση αυτή ως μεγάλη και ουσιαστική βελτίωση.
Ταυτόχρονα, αξιοποιώντας την «κοινωνική οικονομία», η εμπορευματοποίηση μιας σειράς δραστηριοτήτων γίνεται πολύ ευκολότερα αποδεκτή από τους εργαζόμενους.
Ουσιαστικά η «κοινωνική οικονομία» προκρίνεται ως βασικός μοχλός ιδιωτικοποίησης και παράδοσης στο κεφάλαιο κοινωνικών υπηρεσιών που καλύπτονταν μέχρι πρότινος από το κράτος, με την ευθύνη για κάλυψη τέτοιων αναγκών να μεταφέρεται από το κράτος στις πλάτες των εργαζόμενων που θα πρέπει να πληρώνουν για να έχουν αντίστοιχες υπηρεσίες. Στο σχήμα αυτό ο ρόλος του κράτος θα είναι η χρηματοδότηση προς τις εταιρίες που θα αναλάβουν αυτές τις κοινωνικές παροχές, με στόχο την υποτυπώδη κάλυψη των αναγκών των φτωχότερων, εξαθλιωμένων ομάδων του πληθυσμού που δε θα έχουν τη δυνατότητα να αγοράσουν αυτές τις υπηρεσίες.
Χαρακτηριστικά παραδείγματα της τάσης αυτής είναι μια σειρά από δραστηριότητες που ξεπηδούν σαν μανιτάρια σε ολόκληρη την Ελλάδα και περιλαμβάνουν κοινωνικά ιατρεία, φαρμακεία, παντοπωλεία, ξενώνες αστέγων και κακοποιημένων παιδιών και μια σειρά άλλες μορφές. Οργανώνονται από φορείς μιας ευρύτατη γκάμας, κυρίως όμως από Δήμους και ΜΚΟ.
Η «ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ»
ΩΣ ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΤΗΣ ΑΝΕΡΓΙΑΣ
Ενας από τους διαχειριστικούς στόχους αυτής της πολιτικής είναι και η ιδεολογική ενσωμάτωση των λαϊκών στρωμάτων, η απενοχοποίηση της «επιχειρηματικότητας». Επιχειρείται μια προσπάθεια να πειστούν τα λαϊκά στρώματα για τη δυνατότητα και την αναγκαιότητα δημιουργίας μιας καλύτερης, «δημοκρατικής επιχειρηματικότητας», με κοινωνική ευθύνη, που θα φροντίζει για τη διασφάλιση της εργασίας. Φυσικά ο στόχος είναι τελείως παραπλανητικός, αφού η ανεργία είναι σύμφυτη με το καπιταλιστικό σύστημα, ενώ δημοκρατία στο χώρο δουλείας δεν μπορεί να υπάρχει στη βάση εκμεταλλευτικών σχέσεων παραγωγής. Στα πλαίσια αυτά η «κοινωνική οικονομία» προωθείται από την ΕΕ εκτός των άλλων και ως βασικός άξονας αντιμετώπισης της ανεργίας. Σε ψήφισμα8 του ευρωκοινοβουλίου διαβάζουμε ότι «η κοινωνική οικονομία βοηθά στη διόρθωση τριών βασικών ανισορροπιών στην αγορά εργασίας: την ανεργία, την εργασιακή αστάθεια και τον κοινωνικό και εργασιακό αποκλεισμό των ανέργων», ενώ σημειώνει επίσης ότι «η κοινωνική οικονομία παίζει ρόλο στη βελτίωση των δυνατοτήτων απασχόλησης και δημιουργεί θέσεις εργασίας που συνήθως δεν αποτελούν αντικείμενο μετεγκατάστασης, γεγονός το οποίο συμβάλλει στην επίτευξη των στόχων της στρατηγικής της Λισαβόνας».
Η πολιτική αυτή στοχεύει στη διαχείριση του εκρηκτικού προβλήματος της ανεργίας, επιδιώκοντας να υποκρύψει το πρόβλημα, μέσα από τη δημιουργία μιας νέας μεγάλης κατηγορίας «απασχολούμενων» σε επιχειρήσεις «κοινωνικής οικονομίας» που θα αμείβονται με μισθούς πείνας, θα εργάζονται περιστασιακά, αλλά δεν θα καταγράφονται στους ανέργους, ενώ ταυτόχρονα επιχειρείται η ενδυνάμωση του ιδεολογήματος για «φιλικές επιχειρήσεις», που απασχολούν με βάση κοινωνικά κριτήρια, σε αντιδιαστολή με τις «μοχθηρές κερδοσκοπικές μεγάλες επιχειρήσεις». Με αυτό τον τρόπο προωθείται μια ηθικολογική στάση απέναντι στην εξουσία των μονοπωλίων, μια στάση που δεν ασκεί κριτική στις σχέσεις παραγωγής, αλλά -στην καλύτερη περίπτωση- σε ορισμένα αποτελέσματά τους.
Στον «εξευγενισμό» της επιχειρηματικότητας και στην ενσωμάτωση σε ανώδυνα για την εξουσία της άρχουσας τάξης κανάλια συμβάλλει και η ίδρυση και λειτουργία επιχειρήσεων «κοινωνικής οικονομίας» από άνεργους, που αποτελεί έναν από τους στόχους της συζητούμενης διαχειριστικής πρότασης. Οι εργαζόμενοι αυτοί, ενώ δεν αλλάζουν οι πραγματικοί κοινωνικοί όροι ύπαρξης και αναπαραγωγής τους, θα αξιοποιηθούν για να πραγματοποιηθούν αρνητικά άλματα στη συνειδητοποίηση της ταξικής θέσης τους, αφού θα αυτοχαρακτηρίζονται μικροεπιχειρηματίες. Θα επιδιωχθεί να διολισθήσουν σε μικροαστική ψυχολογία, θα διευκολύνουν την ενσωμάτωσή τους στην ιδεολογία της αστικής τάξης.
Παράλληλα η «κοινωνική οικονομία» και οι δράσεις που εντάσσονται μέσα σ’ αυτή αξιοποιούνται ως συμπληρωματικές πηγές εισοδημάτων για τους εργαζόμενους σ’ αυτές τις δραστηριότητες, μια πτυχή που αποκτά ιδιαίτερα έντονα χαρακτηριστικά στη χώρα μας, αφού στην «κοινωνική οικονομία» εντάσσονται πολλές δραστηριότητες που απασχολούν το εργατικό δυναμικό σε συμπληρωματική βάση, όπως συνεταιριστικές επιχειρήσεις αγροτουρισμού και ειδών λαϊκής τέχνης κλπ. Τα μικρά εισοδήματα από αυτές τις δραστηριότητες συμπληρώνουν το οικογενειακό εισόδημα, που είναι ήδη πενιχρό, ενώ ταυτόχρονα διευκολύνουν και την περαιτέρω μείωσή του.
Τέλος, στόχος της πολιτικής αυτής είναι και η αύξηση του διαθέσιμου εργατικού δυναμικού ως μέτρο για τη διασφάλιση της ανταγωνιστικότητας των μονοπωλίων. Στη βασική επεξεργασία της ΕΕ για το ερχόμενο διάστημα, το πλαίσιο στρατηγικής που ενισχύει την ανταγωνιστικότητα των μονοπωλίων, που είναι γνωστό ως Στρατηγική Ευρώπη 2020, ως ένας από τους πέντε βασικούς στόχους, που «η επίτευξή τους θα είναι καθοριστικής σημασίας για την επιτυχία μας» τίθεται ο στόχος αύξησης της απασχόλησης: «Το ποσοστό απασχόλησης του πληθυσμού ηλικίας 20-64 ετών πρέπει να αυξηθεί από 69% σήμερα σε τουλάχιστον 75%, μεταξύ άλλων μέσω της μεγαλύτερης συμμετοχής των γυναικών, των ατόμων μεγαλύτερης ηλικίας και της καλύτερης ενσωμάτωσης των μεταναστών στο εργατικό δυναμικό»9. Ο λόγος για τον οποίο η συγκεκριμένη πολιτική συμβάλλει στην ανταγωνιστικότητα των μονοπωλίων είναι ότι διασφαλίζει στο κεφάλαιο περισσότερα εργατικά χέρια προς εκμετάλλευση από το κεφάλαιο.
Η «κοινωνική οικονομία» έρχεται να υλοποιήσει αυτή τη βασική κατεύθυνση πολλαπλά. Από τη μία, μέσα από δράσεις ένταξης για «ευπαθείς ομάδες», αλλά και στοχευμένες δράσεις στις γυναίκες, προωθείται η αύξηση της απασχόλησης σ’ αυτές τις κατηγορίες. Προωθείται η απασχόληση κάποιων γυναικών ως φθηνό δυναμικό στην άτυπη μέριμνα, ελαττώνοντας την γυναικεία ανεργία που είναι ιδιαίτερα υψηλή. Από την άλλη η στόχευσή τους είναι η δημιουργία φορέων «κοινωνικής» επιχειρηματικής δράσης που θα αναλαμβάνουν τη φροντίδα ηλικιωμένων, ατόμων με ειδικές ανάγκες κλπ., δραστηριοτήτων δηλαδή που μερικά χρόνια πριν δεν ήταν οργανωμένες σε επιχειρηματική βάση, ενώ και σήμερα μεγάλο τμήμα τους γίνεται στα πλαίσια οικιακών εργασιών, απελευθερώνοντας με τον τρόπο αυτό το διαθέσιμο εργατικό δυναμικό, ρίχνοντας στην αγορά εργασίας με όρους στυγνής εκμετάλλευσης ένα δυναμικό που μέχρι τώρα παρέμενε αναξιοποίητο για το κεφάλαιο.
ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΗΣ ΟΠΟΡΤΟΥΝΙΣΤΙΚΗΣ ΘΕΣΗΣ
ΓΙΑ ΤΗΝ «ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ»
Εκτός από το προωθούμενο πλαίσιο πολιτικής για την «κοινωνική οικονομία» από την ΕΕ και στη χώρα μας από την κυβέρνηση, έχει ιδιαίτερη σημασία να σταθούμε κριτικά και στην οπορτουνιστική αντίληψη για την «κοινωνική οικονομία», που έχει ευρύτερα χαρακτηριστικά από την προωθούμενη πολιτική της ΕΕ.
Ειδικότερα, όπως προαναφέραμε, προβάλλεται από τον οπορτουνισμό η «Κοινωνική και Αλληλέγγυα Οικονομία» σαν μια νέα μορφή οργάνωσης της οικονομίας που μπορεί να λύσει τα προβλήματα που δημιουργεί η δράση του κεφαλαίου, οργανώνοντας την οικονομία με έναν περισσότερο συνεταιριστικό, συνεργατικό, αλληλέγγυο τρόπο. Οι επιχειρήσεις που ανήκουν στους εργαζόμενούς τους, με διάφορες μορφές λειτουργίας τους, προτάσσονται σαν η πραγματική απάντηση στη κυριαρχία του κεφαλαίου και των «golden boys».
Χαρακτηριστικό της ιδιαίτερης σημασίας που δίνει ο οπορτουνισμός στο συγκεκριμένο ζήτημα είναι και ημερίδα του ινστιτούτου του ΣΥΝ «Ν. Πουλαντζάς» που διεξήχθη στις 14 Μάη 2010 με θέμα «Πρακτικές αλληλεγγύης και κοινωνική οικονομία» και με τα εξής υποθέματα: α) Η πολιτική και θεωρητική κατανόηση της «κοινωνικής οικονομίας» και των αλληλέγγυων πρακτικών από τη σκοπιά της Αριστεράς, β) η ανταλλαγή πληροφοριών και εμπειριών γύρω από υπαρκτά παραδείγματα-εγχειρήματα, γ) η διερεύνηση της σχέσης τέτοιων πρακτικών με θεσμούς, όπως η τοπική αυτοδιοίκηση.
Μάλιστα, οι δυνάμεις του οπορτουνισμού ασκούν κριτική στο προωθούμενο από την ΕΕ πλαίσιο για την «κοινωνική οικονομία», που γίνεται στη βάση ότι αποκλίνει από την «καθαρή «κοινωνική οικονομία»» και εισάγει το κέρδος από την πίσω πόρτα. Εχει ιδιαίτερη σημασία να γίνει κατανοητό ότι ακόμα και η «καθαρή «κοινωνική οικονομία»» στη βάση της αποτελεί μια διαχειριστική επιλογή που κινείται στη γραμμή διασφάλισης της ανταγωνιστικότητας των μονοπωλίων. Τα μορφώματα που προτείνονται από τον οπορτουνισμό δεν είναι απλά αποπροσανατολιστικά και ουτοπικά, αλλά μπορούν να αξιοποιηθούν μέσα στο σύστημα για τη αύξηση της κερδοφορίας του κεφαλαίου. Για παράδειγμα, τα «αλληλέγγυα ιατρεία» προσφέρουν -με εξαιρετικά χαμηλό κόστος για το κεφάλαιο (αφού αξιοποιούν την εθελοντική εργασία και ελαφραίνουν τον προϋπολογισμό του αστικού κράτους από δαπάνες), μια σειρά από υπηρεσίες που χωρίς αυτές η διευρυμένη αναπαραγωγή του κεφαλαίου είναι αδύνατη.
Φυσικά, οι συγκεκριμένες θέσεις του οπορτουνισμού εντάσσονται στη γενική του αντίληψη, που επικεντρώνεται στο ζήτημα της εναλλακτικής διαχείρισης, στη δυνατότητα του αστικού κράτους να αναδομηθεί από τα κάτω κλπ. Η θέση περί εθνικοποίησης μιας σειράς «στρατηγικών επιχειρήσεων», που εκφράζει ο ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ, συνδέεται άμεσα με το συζητούμενο θέμα. Ειδικότερα, από δυνάμεις του οπορτουνισμού προβάλλεται η άποψη ότι η «αντινεοφιλελεύθερη» απάντηση στην κρίση πρέπει να στηριχτεί σε ισχυρό κρατικό πυλώνα στο τραπεζικό σύστημα, ο οποίος θα τροφοδοτεί την αγορά με κεφάλαια χωρίς να προσδοκά κέρδος και με τον τρόπο αυτό θα ενισχυθεί η ανάπτυξη, θα καταπολεμηθεί η ανεργία. Στον πυρήνα τους αυτά τα νεόκοπα σοσιαλδημοκρατικά φληναφήματα στηρίζονται στην ίδια εσφαλμένη θεώρηση στην οποία εδράζεται και η «κοινωνική οικονομία», τοποθετημένη κατά κάποιο τρόπο ανάποδα. Πρόκειται για μια τάχα δυνατότητα επίλυσης των προβλημάτων που προκαλούνται από την καπιταλιστική ανάπτυξη μέσα από τη μη κερδοσκοπική λειτουργία κάποιων επιχειρήσεων. Ενώ η «κοινωνική οικονομία» επικεντρώνεται στην «από τα κάτω» μη κερδοσκοπική οικονομία, η άποψη για κρατικοποιημένες-«εθνικοποιημένες» επιχειρήσεις «στρατηγικού» χαρακτήρα επικεντρώνεται στην «από τα πάνω» μη κερδοσκοπική δραστηριότητα που θα ασκείται από κρατικοποιημένες τράπεζες και στρατηγικού χαρακτήρα επιχειρήσεις, μέσα στα πλαίσια του συστήματος.
Οι δύο προτάσεις διαφέρουν στη μορφή με την οποία οραματίζονται την εναλλακτική διαχείριση της οικονομίας, με τη μία να επικεντρώνεται στη «φιλολαϊκή κρατικοποίηση» στο πλαίσιο του συστήματος και την άλλη να αναδεικνύει τη «φιλολαϊκή αυτοδιαχείριση» στα πλαίσια του συστήματος, αλλά στην πραγματικότητα είναι συμπληρωματικές μεταξύ τους. Ταυτίζονται στην άρνηση της αναγκαιότητας πολιτικής πάλης για την ανατροπή της εξουσίας των μονοπωλίων, προτάσσοντας αλλαγές μέσα στο σύστημα, ενώ, καθώς επικεντρώνονται σε άλλου είδους δραστηριότητες, προπαγανδίζουν αλλαγές που διαφοροποιούνται στη μορφή.
Επιπλέον έχει γενικότερη σημασία να ασκηθεί κριτική στη γραμμή της «καθαρής «κοινωνικής οικονομίας», στην οικονομική δραστηριότητα που οργανώνεται μέσα στον καπιταλισμό ενώ φέρεται να μην έχει ως στόχο το κέρδος και για τους ακόλουθους λόγους.
• Η κριτική αυτή ταυτίζεται με την κριτική στο πλαίσιο της προωθούμενης από την ΕΕ πολιτικής για την «κοινωνική οικονομία», αφού η τελευταία «συνδυάζει» κέρδος και κοινωνικό σκοπό, ενώ σε ορισμένες επεξεργασίες για το θέμα της «κοινωνικής οικονομίας», η τελευταία συχνά παρουσιάζεται ως απολύτως μη κερδοσκοπική. Ομως στην πραγματικότητα δεν μπορεί να υπάρχει κοινωνικός σκοπός μέσα στο καπιταλισμό που να μην υπηρετεί την αναπαραγωγή του κεφαλαίου. Η οικονομική δραστηριότητα στο σύνολό της έχει ως στόχο τη διασφάλιση της καπιταλιστικής κερδοφορίας.
ΟΙ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΤΗΣ «ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ»
ΣΥΜΜΕΤΕΧΟΥΝ ΣΤΗ ΣΥΝΟΛΙΚΗ ΑΝΑΠΑΡΑΓΩΓΗ ΤΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ
Μια οποιαδήποτε επιχείρηση που λειτουργεί στα πλαίσια του καπιταλισμού αντικειμενικά υπηρετεί τη διευρυμένη αναπαραγωγή του κεφαλαίου, την κερδοφορία των μονοπωλίων, αφενός συμμετέχοντας οργανικά στον καπιταλιστικό καταμερισμό εργασίας που υπηρετεί το κεφάλαιο, αφετέρου παράγοντας αξίες που τελικά κατανέμονται στο κεφάλαιο αναλογικά με το μέγεθός του σ’ ολόκληρη την οικονομία.
Ολες οι οικονομικές δραστηριότητες που πραγματοποιούνται μέσα στα πλαίσια του καπιταλισμού είναι ενταγμένες στο συνολικό προτσές διευρυμένης αναπαραγωγής του κεφαλαίου και δεν αναιρούν τη συλλογική εκμετάλλευση της εργατικής τάξης από την αστική. Κάθε επιχείρηση - οικονομική δραστηριότητα που γίνεται στον καπιταλισμό παράγει αναγκαστικά εμπορεύματα και αγοράζει από την εμπορευματική κυκλοφορία τα μέσα παραγωγής που απαιτεί η διαδικασία της παραγωγής, τις πρώτες ύλες, αλλά και πληρώνει τους μισθούς των εργατών οι οποίοι αγοράζουν τα μέσα συντήρησής τους που είναι κι αυτά εμπορεύματα. Υλοποιεί ένα τμήμα της συνολικής διευρυμένης αναπαραγωγής του κεφαλαίου και ως επιχείρηση παράγει αναγκαστικά με βάση το σύνολο των αναγκών της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής, αφού είναι απόλυτα ενσωματωμένη μέσα στη συνολική αναπαραγωγή του κοινωνικού κεφαλαίου. Ως τέτοια συμμετέχει στην εκμετάλλευση της εργατικής τάξης από το κεφάλαιο, ανεξάρτητα από τους όρους λειτουργίας της.
Η συνολική αναπαραγωγή του κεφαλαίου αποτυπώνεται σε υλικό επίπεδο στην παραγωγή ενός τεράστιου εύρους διαφορετικών εμπορευμάτων και στην παραγωγική κατανάλωση ενός μεγάλου μέρους τους, στη χρήση τους δηλαδή με στόχο την παραγωγή. Η κυκλική λειτουργία της καπιταλιστικής μηχανής απαιτεί να παράγονται κάθε φορά όλοι οι παράγοντες που αναπληρώνουν τους φθαρμένους και αναλωμένους συντελεστές της παραγωγής και μέσα σ’ αυτούς την εργατική δύναμη, που αποτελεί το κύριο συντελεστή της παραγωγής. Επιπλέον η παραγωγή έχει καταμεριστεί και σε επίπεδο ξεχωριστών επιχειρήσεων, φυσικά ανολοκλήρωτα στον καπιταλισμό, αλλά κάθε ξεχωριστή επιχείρηση έχει μια ιδιαίτερη συνεισφορά στην αναπαραγωγή του κεφαλαίου. Η λειτουργία συνεπώς μιας οποιασδήποτε ξεχωριστής επιχείρησης στα πλαίσια του καπιταλιστικού συστήματος προδικάζει τη συμμετοχή της στην αναπαραγωγή του κεφαλαίου συνολικά, ανεξάρτητα από τη θέληση του ξεχωριστού κεφαλαιοκράτη και την ειδική μορφή που έχει η ξεχωριστή επιχείρηση. Παράλληλα, οποιαδήποτε μορφή κι αν έχει μια επιχείρηση στα πλαίσια του καπιταλισμού, όποιοι κι αν είναι οι όροι λειτουργίας της, συμμετέχει αντικειμενικά στη διαμόρφωση του γενικού ποσοστού κέρδους, στη συλλογική εκμετάλλευση της εργατικής τάξης από την τάξη του κεφαλαίου. Η παραγωγή εμπορευμάτων σε κλάδους με μικρή οργανική σύνθεση συντελεί στη συνολική παραγωγή υπεραξίας για ολόκληρη την οικονομία. Φυσικά, από το σχήμα αυτό δεν μπορούν να ξεφύγουν οι επιχειρήσεις της «κοινωνικής οικονομίας», άσχετα με τη μορφή λειτουργίας τους.
Η δωρεάν εργασία των εθελοντών σε επιχειρήσεις «κοινωνικής οικονομίας» ισοδυναμεί σε δωρεάν εργασία για το κεφάλαιο. Προωθώντας επενδύσεις «κοινωνικής οικονομίας», με τους όρους που προαναφέραμε, σε κλάδους με μικρή οργανική σύνθεση κεφαλαίου, γίνεται και μια προσπάθεια συμπίεσης της τιμής των παραγόμενων από τις επιχειρήσεις αυτές εμπορευμάτων. Καθώς οι μισθοί των εργαζόμενων στις επιχειρήσεις αυτές μπορεί να είναι μειωμένοι -αξιοποιώντας την εθελοντική εργασία, την κοινωνική εργασία με 625 ευρώ μηνιαίως, την εργασία νέων μέχρι 25 ετών με 500 ευρώ κ.ά.- οι τιμές των παραγόμενων εμπορευμάτων μπορεί να είναι χαμηλότερες. Καθώς αυτά τα εμπορεύματα που παράγονται από τις επιχειρήσεις αυτές είναι απαραίτητα για την αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης, η μείωση της τιμής τους συνιστά απόσπαση σχετικής υπεραξίας από τους υπόλοιπους κλάδους της οικονομίας, ενώ η εθελοντική εργασία σε επιχειρήσεις της «κοινωνικής οικονομίας», είτε είναι κερδοσκοπικές είτε «μη», οδηγεί σε απόσπαση απόλυτης υπεραξίας στους κλάδους αυτούς.
Η δυνατότητα ταχύτατης εξάπλωσης της «κοινωνικής οικονομίας» σε κλάδους της οικονομικής δραστηριότητας με πολύ μικρή οργανική σύνθεση σχετίζεται και με αυτή τη διάσταση. Είναι ενδεικτική η αντιμετώπιση της εθελοντικής εργασίας στις επεξεργασίες του ευρωπαϊκού κοινοβουλίου. Σε σχετικό ψήφισμά του αναφέρει πως «εκτιμώντας ότι, σύμφωνα με τα πρώτα πορίσματα που προέκυψαν από την εφαρμογή του εγχειριδίου των Ηνωμένων Εθνών για τα μη κερδοσκοπικά ιδρύματα (ΜΚΙ), η οικονομική συμβολή των τελευταίων ανέρχεται κατά μέσο όρο σε 5% του ΑΕΠ και ότι, ακόμα και σύμφωνα με συντηρητικές εκτιμήσεις, η εθελοντική δραστηριότητα καλύπτει περισσότερο από ένα τέταρτο αυτού του ποσοστού»10. Δηλαδή η εθελοντική εργασία αντιστοιχεί σε περίπου 1,25% του ΑΕΠ.
ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΟ ΚΕΡΔΟΣ
ΑΚΟΜΑ ΚΑΙ ΣΤΙΣ «ΜΗ ΚΕΡΔΟΣΚΟΠΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ»
Το κυνήγι του κέρδους δεν είναι ένα υποκειμενικό ελάττωμα του ιδιοκτήτη καπιταλιστή μιας επιχείρησης, ούτε εξαρτάται από την ταμπέλα της επιχείρησης αλλά νομοτέλεια του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Κάθε επιχείρηση ανταγωνίζεται άλλες ομοειδείς επιχειρήσεις στη βάση της εμπορευματικής κυκλοφορίας και καθώς οι ανταγωνιστικές επιχειρήσεις του κλάδου κεφαλαιοποιούν τα κέρδη τους, συσσωρεύουν και προβαίνουν σε ανανέωση του τεχνικού εξοπλισμού, σε νέες επενδύσεις σε μέσα παραγωγής, σε αύξηση της παραγωγικότητας. Αυτή την πορεία πρέπει να ακολουθήσει αναγκαστικά οποιαδήποτε οργανωμένη οικονομική δραστηριότητα για να ανταγωνιστεί τις υπόλοιπες επιχειρήσεις, προκειμένου να συνεχίσει απλά την ύπαρξή της. Ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής έχει ως νομοτέλειά του τη συσσώρευση κεφαλαίου και η κερδοφορία μιας οποιασδήποτε επιχείρησης στα πλαίσια του καπιταλισμού είναι επιβεβλημένη. Κέρδος είναι και το τμήμα της υπεραξίας που επαναεπενδύεται στην παραγωγική διαδικασία και όχι μόνο το τμήμα του που αναλώνεται ως εισόδημα από τους καπιταλιστές. Επιπλέον, ο ανταγωνιστικός χαρακτήρας του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής οδηγεί σε ταχύτερη οικονομική απαξίωση των μέσων παραγωγής από τη φυσική τους φθορά, αυξάνοντας τα απαιτούμενα νέα κεφάλαια που πρέπει να επαναπενδυθούν στην παραγωγή, προκειμένου να συνεχίσει η επιχείρηση να είναι ανταγωνιστική.
Οι συγκεκριμένες νομοτέλειες αφορούν οποιαδήποτε οικονομική δραστηριότητα στο έδαφος του καπιταλισμού, άσχετα με τον τρόπο με τον οποίο έχει οργανωθεί. Οι ίδιες οι νομοτέλειες του τρόπου παραγωγής οδηγούν σε αναγκαστική απόσπαση υπεραξίας από το κεφάλαιο, ακόμα και αν δεν υπάρχει τυπικός ιδιοκτήτης της οικονομικής μονάδας, ακόμα και αν υπάρχει «συλλογικός ιδιοκτήτης» που θέλει να οργανώσει μια μη κερδοσκοπική επιχείρηση. Το κέρδος και η συσσώρευση κεφαλαίου είναι αναπόσπαστα δεμένα με τον ίδιο τον τρόπο παραγωγής.
Επιπλέον, ούτε οι μισθολογικές διαφορές στο εσωτερικό μιας «κοινωνικής» επιχείρησης μπορούν να αρθούν, γιατί σε τέτοια περίπτωση δεν μπορεί η άρση να είναι συνολική. Καθώς οι ανάγκες της παραγωγής οδηγούν το μέσο μισθό στη συγκεκριμένη επιχείρηση να μη διαφοροποιείται από το μέσο μισθό του υπόλοιπου κλάδου, οποιαδήποτε βελτίωση των μισθών κάποιας κατηγορίας εργαζόμενων μέσα σε μια επιχείρηση οδηγεί αναγκαστικά στη χειροτέρευση των μισθών κάποιας άλλης κατηγορίας της επιχείρησης. Ομως οι εργαζόμενοι που αμείβονται χαμηλότερα από το μέσο όρο του κλάδου θα τείνουν να εγκαταλείπουν τη συγκεκριμένη επιχείρηση προς άλλες, όπου αμείβονται με το μέσο όρο.
ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΤΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ
Ολοκληρώνοντας την κριτική στην «κοινωνική οικονομία», έχει ιδιαίτερη σημασία να σταθούμε στο οικονομικό περιεχόμενο των συνεταιριστικών επιχειρήσεων για πολλαπλούς λόγους. Εστιάζουμε στην καθαρότερη μορφή συνεταιρισμού, όπου η οικονομική μονάδα αποτελεί κοινή ιδιοκτησία των εργαζόμενων σ’ αυτή, ενώ η μορφή με την οποία προκύπτει μπορεί να ποικίλλει και εκτείνεται από αγροτικούς-παραγωγικούς και εμπορικούς συνεταιρισμούς μέχρι κατειλημμένα εργοστάσια. Το ενοποιητικό στοιχείο αυτών των διαφορετικών μορφών έχει να κάνει με τη σχέση ιδιοκτησίας των εργαζόμενων με τα μέσα παραγωγής, ενώ ο τρόπος απόκτησης αυτής της ιδιοκτησίας είναι δευτερεύουσας σημασίας για τη συγκεκριμένη συζήτηση.
Κριτική σε αυτή την «καθαρή» μορφή των συνεταιρισμών γίνεται ήδη από το «Κεφάλαιο»: «Τα εργοστάσια των συνεταιρισμών των ίδιων των εργατών είναι, μέσα στα πλαίσια της παλιάς μορφής, το πρώτο ρήγμα στην παλιά μορφή, παρ’ όλο που φυσικά παντού, στην πραγματική τους οργάνωση, αναπαράγουν και είναι υποχρεωμένα να αναπαράγουν όλες τις ελλείψεις του υπάρχοντος συστήματος. Μέσα στα πλαίσιά τους όμως έχει αρθεί η αντίθεση ανάμεσα στο κεφάλαιο και στην εργασία, αν και στην αρχή μόνο στη μορφή, γιατί οι εργάτες σαν συνεταιρισμός είναι οι ίδιοι κεφαλαιοκράτες του εαυτού τους...»12. Επισημαίνονται τα δύο βασικά χαρακτηριστικά αυτού του τρόπου οργάνωσης, αναδεικνύοντας ότι, αν και τυπικά διαφοροποιούνται, δεν πρόκειται ουσιαστικά για νέες σχέσεις παραγωγής. Από τη μία επισημαίνεται ότι μέσα στα πλαίσια του εργοστασίου η αντίθεση ανάμεσα στην εργασία και στο κεφάλαιο έχει αλλάξει μόνο στη μορφή, και όχι στο περιεχόμενο. Οι εργάτες ως ιδιοκτήτες, αποτελούν οι ίδιοι κεφαλαιοκράτες του εαυτού τους και ως εργάτες είναι τμήμα του συνολικού εργάτη που είναι αντικείμενο εκμετάλλευσης από το συλλογικό κεφαλαιοκράτη. Από την άλλη, όπως αναφέρει το προαναφερθέν χωρίο, μέσα στο συνεταιριστικό εργοστάσιο αναπαράγονται συνολικά οι ελλείψεις του υπάρχοντος συστήματος, που και αυτές σε τελευταία ανάλυση είναι κοινωνικά καθοριζόμενες.
Φυσικά, τμήμα του κέρδους χρησιμοποιείται από τους καπιταλιστές ως εισόδημα και το συγκεκριμένο θα μπορούσε με βάση ένα θεωρητικό σχήμα να διανέμεται στους εργαζόμενους ως επιμίσθιο, πάνω από το μισθό τους. Ομως από τη μία οι νομοτέλειες διεύρυνσης της καπιταλιστικής παραγωγής αναγκαστικά οδηγούν σε συνεχή περιορισμό αυτού του τμήματος και από άλλη η διανομή του παράγει μια ενδογενώς κοινωνικά ασταθή κατάσταση, με τους εργαζόμενους να πρέπει να αποδεχτούν συλλογικά το πώς, πότε και πόσο από την υπεραξία που παράγουν θα τους επιστραφεί, ώστε η επιχείρηση να παραμένει ανταγωνιστική. Επιπλέον, στην εποχή του μονοπωλιακού ανταγωνισμού με τις διάφορες μορφές που μπορεί να πάρει -πώληση κάτω από το κόστος, καρτέλ κλπ.- τέτοια σχήματα δυσκολεύονται ακόμα περισσότερο να λειτουργήσουν, ακόμα και στην ιδεατή μορφή στην οποία αναφερόμαστε. Στην πραγματικότητα, μια «κοινωνική» επιχείρηση δεν μπορεί να λειτουργεί με όρους διαφορετικούς από αυτούς που επιβάλλουν οι συγκεκριμένες σχέσεις παραγωγής. Οι εργαζόμενοι εκμεταλλεύονται τους εαυτούς τους, παράγοντας υπεραξία, την οποία πρέπει να την κεφαλαιοποιούν για να συνεχίζει η λειτουργία της επιχείρησης. Και στην περίπτωση αυτή κριτήριο για την παραγωγή δεν είναι οι ανάγκες των εργαζόμενων, αλλά η κερδοφορία, η διευρυμένη αναπαραγωγή του κεφαλαίου. Το κεφάλαιο είναι κοινωνική σχέση και οι όροι λειτουργίας του καθορίζονται κοινωνικά και όχι ατομικά.
Ο ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΤΡΑΠΕΖΙΚΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ
ΣΤΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΩΝ ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΤΙΚΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ
Στο σύγχρονο καπιταλισμό ο τραπεζικός δανεισμός είναι αναγκαιότητα για κάθε ουσιαστικά επιχείρηση. Στο σύνολο των ελληνικών επιχειρήσεων ο δείκτης ξένων προς ίδια κεφάλαια ξεπέρασε το 1,5913 κάτι που καθιστά απαραίτητο τον τραπεζικό δανεισμό κάθε τέτοιας συνεταιριστικής επιχείρησης και φυσικά τη μετατροπή ενός τμήματος της παραγόμενης υπεραξίας στην εν λόγω επιχείρηση σε τόκο. Η τάχα «μη κερδοσκοπική» συνεταιριστική επιχείρηση παράγει άμεσα κέρδος για το τραπεζικό κεφάλαιο.
Χαρακτηριστικά, σε άρθρο στο δελτίο της Ενωσης Ελληνικών Τραπεζών αποκρυσταλλώνεται με ειλικρίνεια το ιδιαίτερο ενδιαφέρον του τραπεζικού συστήματος για την «κοινωνική οικονομία» που συνίσταται στη δυνατότητα χρηματοδότησής της από το τραπεζικό σύστημα: «Μέσω της δράσης αυτής, αναμένεται να αναπτυχθεί η χρηματοπιστωτική υποστήριξη των κοινωνικών επιχειρήσεων με τη συνδρομή του τραπεζικού τομέα, και ειδικότερα να δημιουργηθούν νέα, ειδικά σχεδιασμένα χρηματοπιστωτικά εργαλεία και κίνητρα για την κάλυψη των αναγκών των ομάδων- στόχων»14. Η «κοινωνική οικονομία» απεκδύεται του όποιου κοινωνικού προσωπείου και εμφανίζει τον πραγματικό της χαρακτήρα, ως ένας δρόμος συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης του κεφαλαίου, αλλά και ως ένα νέο πεδίο κερδοφόρας τοποθέτησης υπερσυσσωρευμένων κεφαλαίων.
Η θέση αυτή διαπνέει και τις επεξεργασίες της ΕΕ για την «κοινωνική οικονομία». Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, στην «Πράξη για την Ενιαία αγορά» (2011), αναγνωρίζει μία από τις δώδεκα βασικές δράσεις για την τόνωση της ανάπτυξης την Κοινωνική Επιχειρηματικότητα, προτάσσοντας ως βασική ανάγκη τη «θεσμοθέτηση ευρωπαϊκού πλαισίου για την ανάπτυξη κοινωνικών επενδυτικών κεφαλαίων, που μπορούν να αναπτύξουν προς τα πάνω τις πρωτοβουλίες των κρατών μελών ανοίγοντας δυνατότητες κοινής αγοράς γι’ αυτά (πρόσβαση σε επενδυτικές δυνατότητες και σε επενδυτές από όλα τα κράτη-μέλη)»15, αναδεικνύοντας την «κοινωνική οικονομία» σε πεδίο τοποθέτησης κεφαλαίων στην ενιαία ευρωπαϊκή αγορά, σε συνιστώσα ξεπεράσματος της κρίσης υπερσυσσώρευσης σε επίπεδο ΕΕ.
ΣΤΗ ΛΑΪΚΗ ΕΞΟΥΣΙΑ Η ΔΙΕΞΟΔΟΣ
Μέσα από την «κοινωνική οικονομία» το ευρωενωσιακό κεφάλαιο προσβλέπει σε πολλαπλούς στόχους. Στην απόσπαση νέων κερδών και τη διασφάλιση νέων πεδίων επικερδούς τοποθέτησής τους, σε τομείς της οικονομίας που μέχρι τώρα η διείσδυση του ήταν σχετικά περιορισμένη, τη διαχείριση της ανεργίας και την προώθηση μέτρων ελαστικής εργασίας σαν αντίδοτο στην υψηλή ανεργία, τη χειραγώγηση του εργάτη με την προώθηση ενός τάχα ηθικότερου καπιταλισμού, τη μείωση της αξίας της εργατικής δύναμης, το φτήνεμα του εργάτη.
Η προώθηση της «κοινωνικής οικονομίας» είναι ένα ακόμα εργαλείο προώθησης της ανταγωνιστικότητας των μονοπωλίων. Ακόμα και η ουτοπική εκδοχή της, αυτή μιας μη κερδοσκοπικής επιχείρησης μέσα στα πλαίσια του συστήματος, δεν μπορεί να λύσει κανένα λαϊκό πρόβλημα, δεν μπορεί ν’ αντιμετωπίσει την ένταση της εκμετάλλευσης, τη σχετική και απόλυτη εξαθλίωση της εργατικής τάξης, αφού η εκμετάλλευση αποτυπώνει τις νομοτέλειες λειτουργίας του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής στο σύνολό του. Ο καπιταλισμός είναι το σύστημα του κεφαλαίου και ολόκληρη η παραγωγή υποτάσσεται σ’ αυτό.
Μοναδική διέξοδος για την ικανοποίηση των λαϊκών αναγκών είναι η κατάργηση του κεφαλαίου ως σχέσης παραγωγής και του κέρδους ως έννοιας και ως ιστορικής- κοινωνικής κατηγορίας, που δεν μπορεί να γίνει παρά μόνο με την κοινωνικοποίηση του συνόλου των συγκεντρωμένων μέσων παραγωγής και την ανάπτυξή τους με επιστημονικό κεντρικό σχεδιασμό και εργατικό έλεγχο. Αυτό προϋποθέτει ανατροπή της πολιτικής εξουσίας του κεφαλαίου, προϋποθέτει τη λαϊκή εξουσία που είναι η μόνη που θα οδηγήσει την κοινωνία στην πραγματική ευημερία. Στο σοσιαλισμό η απελευθέρωση των παραγωγικών δυνάμεων από το ζυγό των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής επιτρέπει για πρώτη φορά την ικανοποίηση των συνδυασμένων λαϊκών αναγκών. Η πείνα και η φτώχεια, οι ελλείψεις σε μέσα συντήρησης, σε ασφαλείς κατοικίες, η ανεργία και ο ζυγός της μισθωτής εργασίας, γίνονται αντικείμενο του παρελθόντος.
Το συμφέρον των εργαζόμενων είναι να αντιπαλέψουν τις σειρήνες της ενσωμάτωσης στο εκμεταλλευτικό σύστημα που σαπίζει και πεθαίνει. Να οργανώσουν τους αγώνες τους με στόχο την επαναστατική ανατροπή του.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
* Ο Γρηγόρης Λιονής είναι μέλος του Τμήματος Οικονομίας της ΚΕ του ΚΚΕ.
1. Στέφανου Λουκά: «“Κοινωνική οικονομία”: Πολιτική καπιταλιστικής διαχείρισης με πολλαπλές επιδιώξεις», ΚΟΜΕΠ, 2/2004.
2. «Η “κοινωνική οικονομία” στην Ευρωπαϊκή Ενωση», 2007, έκθεση που εκπονήθηκε για την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή από το CIRIEC (Διεθνές Κέντρο Ερευνας και Πληροφόρησης για το Δημόσιο Τομέα και την Κοινωνική και Συνεργατική Οικονομία).
3. Ο.π.
4. P6_TA(2009)0062 «Κοινωνική Οικονομία». Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 19ης Φλεβάρη 2009 [2008/2250 (INI)].
5. Ιστοσελίδα του προγράμματος «Κοινωφελούς Εργασίας» του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης http://www.ypakp.gr/neaprogrammata/index2.php?pageid= 2&lan=gr.
6. «Η “κοινωνική οικονομία” στην Ευρωπαϊκή Ενωση», 2007, έκθεση που εκπονήθηκε για την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή από το CIRIEC (Διεθνές Κέντρο Ερευνας και Πληροφόρησης για το Δημόσιο Τομέα και την Κοινωνική και Συνεργατική Οικονομία).
7. «Η “κοινωνική οικονομία” στην Ευρωπαϊκή Ενωση», 2007, έκθεση που εκπονήθηκε για την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή από το CIRIEC (Διεθνές Κέντρο Ερευνας και Πληροφόρησης για το Δημόσιο Τομέα και την Κοινωνική και Συνεργατική Οικονομία).
8. P6_TA(2009)0062 «Κοινωνική Οικονομία». Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 19ης Φεβρουαρίου 2009 [2008/2250(INI)].
9. «Ευρώπη 2020: Στρατηγική για έξυπνη διατήρηση και χωρίς αποκλεισμούς ανάπτυξης» COM (2010) 2020. http://eur-ex.eu/LexUriServ.do?uri=COM:2010:2020:FIN:El: PDF.
10. P6_TA (2008)0131. «Η συμβολή του εθελοντισμού στην οικονομική και κοινωνική συνοχή» Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 22ης Απρίλη 2008.
11. Mondragon: a for-profit organization that embodies Catholic social thought., David Herrera, Review of Business, 2004.
12. Καρλ Μαρξ: «Το Κεφάλαιο», τ. 3, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», 1978, σελ 555.
13. «ICAP: Η Ελλάδα σε αριθμούς», 2011.
14. Αλκιβιάδη Αγγελακόπουλου: «Η “κοινωνική οικονομία” στην Ελλάδα: Ο ρόλος του τραπεζικού συστήματος», «Δελτίο Ενωσης Ελληνικών Τραπεζών», 2006.
15. COM/2011/0206 «Η Πράξη για την Ενιαία αγορά». Δώδεκα δράσεις για την τόνωση της ανάπτυξης και την ενίσχυση της εμπιστοσύνης «Μαζί για μια νέα ανάπτυξη».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου