Δεν πιστεύαμε στα αυτιά μας το απόγευμα της Πέμπτης όταν μαθεύτηκε ότι ο γηραιός σύντροφός μας, που το πρωί στη κατάληψη μας ευχήθηκε καλό μήνα, μας είχε εγκαταλείψει για πάντα.
Ο μπαρμπαΓιώργης Χατζησάββας δεν θα εγκατέλειπε τον αγώνα με άλλο τρόπο. Ένα αγώνα που δεν άρχισε πριν 19 μέρες με την έναρξη της κατάληψης στη Νομαρχία. Άρχισε πριν πολλές δεκαετίες, σε εποχές που η αντίσταση, ήταν ένα καθήκον βαθιά πατριωτικό.
Ο σύντροφος Χατζησάββας δεν ήταν σπορά της τύχης, μα ώριμο τέκνο της ανάγκης και της οργής. Πρόσφυγες από τη ΜικρΑσία οι γονείς του, πέρασαν από την Κέα, στον Περαιά για να καταλήξουν στη Κρήτη και τη Βασιλική Ιεραπέτρας. Μαζί τους είχαν φέρει και τα αμπέλια τους και καλλιέργησαν τη γη. Παρά τη προσφυγιά και τη φτώχεια, έδωσαν στο τόπο μας δημιουργική ορμή και μας μπόλιασαν με τη ξεχωριστή κουλτούρα τους.
Μέλος λοιπόν μιας τέτοιας φτωχής λαϊκής οικογένειας, ο μπαρμπαΓιώργος μπαίνει σαν αετόπουλο στα 7 του χρόνια στην αντιφασιστική αντίσταση του λαού μας, μοιράζει προκηρύξεις που έκρυβε στο παιδικό του κόρφο, εφοδιάζει με πληροφορίες τους αντάρτες του βουνού, κάνει μικροσαμποτάζ στην Ιταλική διοίκηση και με την συνεργασία άλλων κλέβει ντουφέκια από το διοικητήριο σ την Παχειά Άμμο. Εκεί ακούει και τα κηρύγματα του ήρωα της Εθνικής αντίστασης και οργανωτή του Ε.Α.Μ. στη Κρήτη Ναπολέοντα Σουκατζίδη, του οποίου τα λόγια θα αποτελούσαν φάρο για την υπόλοιπη ζωή του.
Στα 11 του χρόνια μένει ορφανός, όταν ο πατέρας του Κυριάκος, δολοφονήθηκε την 25η Μαρτίου 1945 από σφαίρες Ελλήνων, στην διαδήλωση των χωριών Πάνω Χωριού, Κάτω χωριού, Βασιλικής, Παχειάς Άμμου, Καβουσίου κλπ, των οποίων οι κάτοικοι ζητούσαν να σταματήσει το καθεστώς της βίας που επικράτησε μετά τη συνθήκη της Βάρκιζας και να απελευθερωθούν οι αγωνιστές της αντίστασης.
Η ζωή του Γιώργου Χατζησάββα είχε για πάντα σημαδευτεί από την ένταση εκείνων των γεγονότων. Έτσι βάδισε τη ζωή του αναντρανιστά. Φτωχός, τίμιος και δουλευτής, βοήθησε την οικογένειά του, μη ξεχνώντας όμως ποτέ το κοινωνικό του χρέος. Πάντα πάλευε για λευτεριά και δικαιοσύνη. Μέχρι και τη τελευταία μέρα της ζωής του. Κι αν ο Χαρίλαος είχε δίκιο στη ρήση του «τα στερνά τιμούν τα πρώτα», τότε ο σύντροφος Χατζησάββας είναι για μας το σύμβολο της συνέπειας. Κομμουνιστής μέχρι το τέλος. Τι κι αν ποτέ δεν ζήτησε και δεν πήρε αξιώματα, τι κι αν έμεινε ένας απλός «ανώνυμος» αγωνιστής. Για μας αυτοί οι άνθρωποι είναι οι δικοί μας Χριστοί… οι δικοί μας Άγιοι.
Όσοι τον γνωρίσαμε στο τελευταίο αγώνα της ζωής του, στη κατάληψη της νομαρχίας και της εφορείας, αισθανόμαστε ιδιαίτερα τυχεροί. Από αυτόν ακούγαμε δίπλα στη φωτιά, ιστορίες για την αντίσταση των Ελλήνων σε πολύ πιο δύσκολες συνθήκες από τη σημερινή. Έτσι γεμίζαμε αισιοδοξία και πείσμα να συνεχίσουμε. Από αυτόν γεμίζαμε με σύμπνοια, όταν σε στιγμές έντασης πεταγόταν κι αφού σιχτίριζε την τύχη του που δεν έμαθε γράμματα ώστε να χειρίζεται το λόγο, μας φώναζε να μονιάσουμε γιατί έχουμε ένα κοινό εχθρό κι ένα κοινό αγώνα. Από αυτόν γεμίζαμε δύναμη, αφού έπαιρνε χωρίς δεύτερη κουβέντα τις προκηρύξεις της κατάληψης και ξεχυνόταν στα καφενεία, με την ίδια αποφασιστικότητα, όπως μοίραζε σαν αετόπουλο τα κείμενα που λύγισαν το τρίτο ράιχ. Μας γέμιζε θάρρος, όταν κουνώντας τη μαγκούρα του μπροστά από το Πλακιωτάκη, του έλεγε: Εγώ βρε έχω λίγες μέρες ζωής ακόμα και δε σε φοβάμαι. Τα παιδιά μας και τα εγγόνια μας πως θα ζήσουνε, που τα ξεπουλάτε σαν σκλάβους;
Ο τυμπανάτορας του αγώνα
Η στιγμή που θα θυμόμαστε όμως σαν πιο ξεχωριστή, ήταν στην πορεία που έκανε η κατάληψή μας στους δρόμους της πόλης. Μια πορεία που έγινε με κρόταλα, σήμαντρα, γκαζοτενεκέδες, για να αφυπνίσει τις συνειδήσεις που ακόμα παρέμεναν σπίτια τους. Ήταν μια εντυπωσιακή πορεία, που διατήρησε δυναμικό παλμό υπό συνεχή καταρρακτώδη βροχή και πολικό ψύχος. Για ένα υπερήλικα η συμμετοχή σε μια τέτοια πορεία άγγιζε πραγματικά τα όρια της αυτοθυσίας. Παρ’ όλες τις προτροπές μας να μην ακολουθήσει και να μείνει στη περιφρούρηση του προθαλάμου της Νομαρχίας, αυτός κρέμασε στο λαιμό του ένα μαντεμένιο ταψί. Στο κέντρο του είχε μια στρογγυλή σφραγίδα με την παλιά τουρκική γραφή που έμοιαζε με αραβική. Κοιτάζοντάς το με έκπληξη έσκυψα για να το παρατηρήσω προσεκτικά. Καταλαβαίνοντας την γεμάτη απορία κίνησή μου εκείνος μου εξήγησε ότι αυτό το ταψί το είχε φέρει η μάνα του από τη Σμύρνη στη μικρασιατική καταστροφή. Εκεί μέσα είχε φτιάξει ένα χριστόψωμο, που μέσα είχε κρύψει τα τιμαλφή της οικογένειας τους και τα είχε περισώσει. Το ίδιο ταψί, με πάθος χτυπούσε ο μπαρμπαγιώργος, για να σημάνει τη νέα καταστροφή σε βάρος του λαού. «Οι δυνατοί του κόσμου δεν μας ξεπουλούν για πρώτη φορά» μου είπε. «Το έχουμε ξαναδεί το έργο.» Ο σύντροφός μας αν και είχε γιάλυνο το ένα μάτι, έβλεπε καλύτερα από όλους μας.
Πράγματι το έχουμε ξαναδεί το έργο… Μικρασιατικός ξεριζωμός, εμφύλιος σπαραγμός, μνημονιακό ολοκαύτωμα του λαού, της περιουσίας του, της ελευθερίας του, της αξιοπρέπειάς του. Η ιστορία του τόπου πέρασε σαν φιλμ δευτερολέπτων από τα μάτια μου. Μου ήρθαν στο μυαλό και οι στίχοι του Μανώλη Αναγνωστάκη:
Κι ήθελε ακόμη πολύ φως να ξημερώσει. 'Όμως εγώΔεν παραδέχτηκα την ήττα. 'Έβλεπα τώρα
Πόσα κρυμμένα τιμαλφή έπρεπε να σώσω
Πόσες φωλιές νερού να συντηρήσω μέσα στις φλόγες.
Ο Γιώργος Χατζησάββας είχε τελειώσει το δημοτικό, «κι αυτό σιμισακό» μας έλεγε. Όμως για όλους όσους τον γνωρίσαμε ήταν ένας μεγάλος δάσκαλος.
Σύντροφε Χατζησάββα, είμαστε πολύ τυχεροί και αισθανόμαστε πολύ περήφανοι, που σε ακολουθήσαμε στην τελευταία σου πορεία. Σε ευχαριστούμε για όλα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου